ΑΡΧΙΚΗ

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

Γερμανοί ποιητές που ύμνησαν την Ελλάδα

Του Γιώργου Καπράνου
Εισαγωγικά:
« Τα πιο ήσυχα λόγια φέρνουν τις καταιγίδες. Σκέψεις που περπατούν με τα πατήματα των περιστεριών κυβερνούν τον κόσμο». Έτσι περιέγραψε ο Νίτσε «το βαρύ σημάδεμα της πορείας του ανθρώπου στην ιστορία μέσα από τις λέξεις των ποιητών», γράφει ο αξέχαστος μέγας δάσκαλος Δ. Λιαντίνης στο «Λογοτεχνία και κοινωνία». Και συνεχίζει: «Η λογοτεχνία σε κάθε εποχή, είναι ο γεωργός και ο γεωμέτρης των κοινωνιών» και πως «τα ίχνη του ανθρώπου επάνω στην πορεία της ιστορίας είναι τα ορθώματα της λογοτεχνίας» .
Tα τελευταία κυρίως χρόνια, τα χρόνια της ύφεσης και των μνημονίων, παίζονται διάφορα παιχνίδια, εκτός από τα γνωστά οικονομικά, που μπορεί να έχουν ανεξέλεγκτα αποτελέσματα σε βάθος χρόνου. Μιλάω για τα παιχνίδια ελέγχου και διαμόρφωσης της λεγόμενης κοινής γνώμης, είτε στην Ελλάδα, στη Γερμανία, είτε σε άλλες χώρες .Μπορεί μερικοί να μη δίνουμε μεγάλη βαρύτητα σε αυτό που αποκαλούμε «κοινή γνώμη», αλλά η κοινή γνώμη ,πρέπει να το παραδεχτούμε, πως εκφράζει την ανά πάσα στιγμή θέληση των μαζών και δείχνει τη στάση τους για τα συμβάντα και τα γεγονότα της κοινωνικής πραγματικότητας, καθώς και τη δράση διαφόρων ομάδων ή ατόμων. Η δυναμική της μεγάλη. Μπορεί να ασκήσει τεράστια επίδραση στην εξέλιξη των κοινωνικών προβλημάτων. Οι περισσότεροι άνθρωποι, δεν μπορούν να γνωρίζουν τις διαδικασίες της διαμόρφωσης και της λειτουργίας της κάθε «αυθόρμητης» ενέργειας και ακόμα πιο δύσκολο να υποψιαστούν τις σκοπιμότητες των διαφόρων κέντρων που διοχετεύουν τις διάφορες ειδήσεις.
Μιλάω για τα  δημοσιεύματα σε εφημερίδες του Γερμανικού και του ελληνικού τύπου,( δεν έχει σημασία εάν τα έντυπα αυτά χαίρουν εκτιμήσεως από το γερμανικό και ελληνικό κοινό ή όχι).Η ζημιά που γίνεται είναι μεγάλη γιατί πάντα η μονομέρεια, η υπερβολή, το ψέμα, εκτός του ότι διώχνουν μακριά την αλήθεια, κατεβάζουν παράλληλα και το επίπεδο του σύγχρονου ανθρώπου, δεν διαπαιδαγωγούν τις νέες γενιές και κυρίως δεν καλλιεργούν ανθρώπους με κριτικό πνεύμα. Τι μένει; Ένας αληθινός διάλογος με στόχο την επίλυση των προβλημάτων που παρουσιάζονται μέσα στους κόλπους των ομάδων εξουσίας, εάν θέλουμε να πιστεύουμε στο όραμα μιας αληθινά ενωμένης Ευρώπης, με σεβασμό σε όλους και σε όλα από τη μια, και από την άλλη να αφήσουν τους λαούς να συμπεριφέρονται όπως αυτοί αισθάνονται, γιατί πραγματικά δεν έχουν τίποτα μα τίποτα να χωρίσουν.
Φταίμε πρωτίστως εμείς οι Έλληνες, όσο κι αν δεν το φωνάζουμε ν΄ακουστεί ,γιατί δώσαμε έδαφος να πατήσουν οι ξένοι και να δημιουργήσουν τη σημερινή κατάσταση.
Το να παραδεχτούμε τα δικά μας τα λάθη, ίσως είναι το μεγάλο βήμα αυτοκριτικής και ενδοσκόπησης, η αρχή να ξαναβρούμε τις πηγές της γνώσης, το μονοπάτι για να ξαναγίνουμε ο σεβαστός Λαός. Όχι «ΕΜΕΙΣ και εσείς οι ΒΑΡΒΑΡΟΙ», αλλά ο μικρός λαός ,ο Μέγας ,που δημιουργεί κάτι το μοναδικό και αξεπέραστο στην ιστορία του ανθρωπίνου πνεύματος.
Ναι, να είμαστε υπερήφανοι που είμαστε Έλληνες, αλλά να μην  μας παρασύρουν τα λόγια των μεγάλων του πνεύματος, όσο και αν εκφράζουν μεγάλες αλήθειες. Ο Νίτσε γράφει  στο βιβλίο του «Η Γέννηση της Τραγωδίας» , κεφάλαιο 15: 
                «Αποδεδειγμένα  σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες. Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνότανε, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους, που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικά ότι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του. Κανένας από τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε απ` αυτούς. Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους. Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες. Βέβαια, πού και πού, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα τόσο τα άρματα όσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους, οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με αχίλλειο πήδημα».
Φτάνει, δεν θέλουμε τη συμπεριφορά του παγωνιού, αλλά την εργατικότητα της μέλισσας, και όλα θα αλλάξουν. Αρκεί να το πιστέψουμε.
        Για τους παραπάνω λόγους, ασχολήθηκα με  το θέμα αυτό, για να φανεί πως οι λαοί  πάντα σέβονται ο ένας τον άλλον, πέρα από τα επικαιρικά παιχνίδια της κάθε  εξουσίας αφενός και αφετέρου  να γίνει  ένα μικρό αφιέρωμα στους Γερμανούς των γραμμάτων και του πνεύματος που εμπνεύστηκαν από τους αγώνες , την παρουσία και την προσφορά του  Ελληνικού λαού  με την ευκαιρία του εορτασμού της 25ης Μαρτίου 1821,μέρας ιερής, αφετηρία αγώνα και θυσιών για την  ελευθερία και ανεξαρτησία της Ελλάδας από τον Τουρκικό ζυγό. Βέβαια υπάρχουν και άλλοι Γερμανοί του πνεύματος που ύμνησαν την Ελλάδα.   Για μένα οι παρακάτω τέσσερις 1) Γιόχαν Βολφ. Γκαίτε2) Φρειδερίκος Σίλλερ 3) Φρειδερίκος  Χέντερλιν  και 4) Ράινερ Μαρία Ρίλκε, είναι οι σπουδαιότεροι. Ας τους γνωρίσουμε.
1. Γιόχαν Βολφ. Γκαίτε (1749-1832)
Μεγαλοφυής ποιητής και  στοχαστής. Εκπρόσωπος του Διαφωτισμού στα γερμανικά γράμματα. Μέτριος μυθιστοριογράφος. Πολύπλευρος επιστήμονας.
     Έγραψε  το  δράμα «Φάουστ», που ήταν έργο ζωής και ίσως η σημαντικότερη ποιητική σύνθεση του 19ου αιώνα. Επίσης σπουδαία έργα του είναι: «Τραγούδι του Μάη», «Στη σελήνη», «Ο βασιλιάς των ξωτικών», «Ρωμαϊκές ελεγείες», «Βενετσιάνικα επιγράμματα»,  «Χέρμαν και Δωροθέα», «Ανατολικό-δυτικό Ντιβάν», «Εκλεκτικές συγγένειες», «Ποίηση και Αλήθεια», «Ταξίδι στην Ιταλία.»
      Ως φίλος των Ελλήνων και της Ελλάδας ,αφιέρωσε πολλά έργα του στην Ελληνική Αρχαιότητα: «Προμηθέας», « Γανυμήδης», « Ιφιγένεια»,  «Από τη Μινιόν», « Ο θάνατος του Ευφορίωνος» και  «Στο Λόρδο Βύρωνα»(από το Β΄ Φάουστ).
Α. «Προμηθέας»:
         Επέλεξα τον «Προμηθέα» του, γιατί το θεωρώ αριστούργημα από όσες μεταφράσεις έργων του έχω διαβάσει. Και τούτο γιατί περιέχει την απάντηση του Προμηθέα προς τον Δία που έγινε μνημειώδης για την περηφάνια και την ανεξαρτησία της. Ο Προμηθέας στέκεται μπροστά από μια σειρά αγαλμάτων, που είναι τα άψυχα ακόμη σώματα των ανθρώπων – των παιδιών του – που δημιούργησε κατά τη δική του εικόνα και ομοίωση. Μόλις πριν από λίγο είχε δεχτεί την ενοχλητική επίσκεψη του Ερμή και τις αφόρητες πιέσεις του δειλού αδελφού του, του Επιμηθέα, να αποδεχθεί την πρόταση του Δία: υποταγή έναντι ανταλλαγμάτων. Ο Δίας προτείνει στον Προμηθέα να εγκατασταθεί στον Όλυμπο και να γίνει κυρίαρχος όλης της γης σκύβοντας φυσικά το κεφάλι στο ανώτερο κυρίαρχο, τον πατέρα ἀνδρῶν τε θεῶν τε. Η απάντηση αυτή αφορμή σκέψης για τα ανθρώπινα βάσανα, αλλά και την Ζωή της περηφάνιας, της αγωνίας και των αγώνων του ανθρώπου για το καλλίτερο, για τη σωστή στάση του αδύνατου μπροστά στο δυνατό.

«Σκέπαζ΄ ώ Δία,
με καταιγίδες σύννεφα τον ουρανό σου
κι αφέντευε πα στις βουνοκορφές και στις βαλανιδιές,
παρόμοια με παιδί, που εύκολα
των γαϊδουραγκαθιών  θερίζει τα κεφάλια-
το χέρι σου όμως μακριά
από τη γη μου κράτα
κι από την καλύβα μου, που δεν την έχτισες εσύ,
καθώς κι από το τζάκι μου,
που για ζεστασιά του με ζηλεύεις.

Δεν ξέρω τίποτα πιο μίζερο
κάτω απ΄ τον ήλιο από σας, θεοί!
Με ψίχουλα
σεις τη Μεγαλοσύνη σας
από θυσίες θρέφετε
και προσευχές
και θα πεινούσατε, αν δε βρίσκουνταν
ζητιάνοι και παιδιά
κουτοί γεμάτοι ελπίδες.

Σαν είμουνα παιδί,
να πράξω τι, δεν ήξερα,
με μάτι σαστισμένο
τον ήλιο αγκάλιαζα, σαν νάταν κάποιο αυτί
εκεί ψηλά, τον πόνο μου ν΄ ακούσει,
κάποια καρδιά, σαν τη δική μου,
να συμπονέσει τον κατατρεγμένο.

Εμένα ποιος με βοήθησε,
Όταν την περηφάνια των Τιτάνων πολεμούσα;
Ποιος απ΄ το θάνατο με γλίτωσε
κι απ΄ τη σκλαβιά;
Εσύ δεν είσουν φλογερή καρδιά μου κι άγια,
που τα ΄ φερες μονάχη σου, ως το τέλος όλα,
και, γελασμένη συ νια τότε και καλή,
βαθιά δε φχαριστούσες για τη σωτηρία μου
τον Κοιμισμένο αυτόν εκεί ψηλά;
Να σε τιμήσω εγώ; Γιατί;
Μήπως βαλσάμωσες ποτέ τον πόνο
του Πονεμένου;
Μήπως σταμάτησες ποτέ τα δάκρυα
του Φοβισμένου;
Μήπως δε μ΄ έκαναν στ΄ αμόνι απάνω άντρα
ο παντοδύναμος ο Χρόνος
κ΄ η Μοίρα η αιώνια,
δικοί μου Αφέντες και δικοί σου;

Μήπως σου πέρασε απ΄ το νου,
πως θα μου ΄ρχόταν σιχαμός για τη ζωή μου
Και θα ΄φευγα στην ερημιά,
γιατί τα όνειρα της νιότης μου
δεν ωριμάσαν όλα;

Κάθουμαι εδώ και πλάθω ανθρώπους
απάνω στη δική μου εικόνα,
Γενιά, που νάναι σαν κ΄ εμένα,
να κλαίει και νάχει βάσανα,
νάχει χαρές κι απόλαψες
και να σου δείχνει καταφρόνια,
καθώς εγώ!»*
*(Από το βιβλίο «Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΗΝ ΞΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ», Επιμέλεια Γ.Ζ.Χριστοδουλίδη,εκδ.Παρασκήνιο,σελ.131,Αθήνα 2005)
2.Φρειδερίκος Σίλλερ (1759-1805)
        Μεγάλος θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και ιστορικός.
Γεννήθηκε στην πόλη Μάρμπαχ της Βυρτεμβέργης. το 1759. Είναι ο πρώτος μεγάλος εκπρόσωπος του κινήματος των ρομαντικών. Μετουσιώνοντας τον ενθουσιασμό των είκοσι χρόνων του, ο Σίλερ κατόρθωσε να δώσει στον κόσμο της εποχής του τα πρώτα μηνύματα του νέου κινήματος. Ο ρομαντισμός κήρυξε την αγάπη για τη δικαιοσύνη και την ελευθερία, για την τιμωρία των ενόχων, για τη ζωή, την ελπίδα, για το αύριο του ανθρώπου. Το πρώτο του  έργο , που είχε τίτλο «Οι ληστές», προβάλλει ακριβώς αυτά τα ιδανικά. Ιδανικά πάλης του ανθρώπου ενάντια στην άδικη κοινωνία.
         Έγραψε επίσης τα έργα: «Η συνωμοσία του Φιέσκο» και το «Ραδιουργία και έρως», έργα με τα οποία ο Σίλερ επιτίθεται στους αυλικούς, που με τις ραδιουργίες τους δημιουργούν την εγκληματική ζωή του κόσμου.
        Έγραψε κι άλλα έργα με υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο, με αυστηρή τήρηση των ιδανικών του, όπως είναι τα «Ντον Κάρλος», «Μαρία Στιούαρτ», «Γουλιέλμος Τέλλος». Στα έργα του ακόμα δείχνει μια εξαιρετική επιδεξιότητα στη σκηνική δομή. Είναι κάτοχος των δραματικών εξάρσεων. Μέσα σ' αυτά ακούμε τα επίκαιρα μηνύματα και διδάγματα του Σαίξπηρ.
        Η φιλία του Σίλερ με τον Γκαίτε είχε μεγάλη επίδραση πάνω του. Ο Γκαίτε στάθηκε γι' αυτόν όχι μόνο ένας άριστος φίλος μα και ανεκτίμητος σύμβουλος.
       Η αγάπη του για την Ελλάδα μεγάλη. Πολλά από τα ποιήματά του έχουν ελληνική θεματολογία.( Γνωστά είναι : «Διθύραμβος», «Θρήνος», «Το δαχτυλίδι του Πολυκράτη», [από την: « Ανθολογία της Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής Ποιήσεως» του Κλ. Παράσχου, εκδ. Παρουσία ]και  «Οι γέρανοι του Ιβύκου», [από την :«Η Ευρωπαϊκή Μούσα στον10ον αιώνα» Εκδ. Μαυρίδη, Αθήνα 1997.)] Τα έργα του μεταφράστηκαν και παίχτηκαν στην Ελλάδα από πολλά θέατρα.
     Θα παραθέσω πρώτα το  “Καταραμένε, Έλληνα», μια γνωστή σκέψη που κάνει το γύρο του διαδικτύου και αποδίδεται στον Σίλλερ ,αλλά δεν είμαστε βέβαιοι ότι αυτός την είπε και πότε :
«  Όπου να γυρίσω τη σκέψη μου, όπου και να στρέψω την ψυχή μου, εσένα βλέπω, εσένα βρίσκω...
Λαχταρώ Τέχνη, Ποίηση, Θέατρο, Αρχιτεκτονική, εσύ είσαι μπροστά, πρώτος, αξεπέραστος!
Αναζητώ Επιστήμη, Μαθηματικά, Φιλοσοφία, Ιατρική, εσύ είσαι οδηγός και ανυπέρβλητος!
Διψώ για Δημοκρατία, Εντιμότητα και Ισότητα, εσύ είσαι  μπροστά μου αμίμητος και ασυναγώνιστος!
Καταραμένε Έλληνα, καταραμένη γνώση.
Γιατί να σε αγγίξω;
Για να αισθανθώ πόσο μικρός είμαι, άσημος, ασήμαντος;
Γιατί δεν με αφήνεις στην δυστυχία μου και στην ανεμελιά μου;»
    Μας κάνει τελικά κακό, το ότι αρεσκόμαστε ως φυλή να προβάλλουμε  μόνο με καύχηση όσα με θαυμασμό έχουν γράψει οι μεγάλοι του πνεύματος Ευρωπαίοι, φιλόσοφοι, επιστήμονες, ποιητές, συγγραφείς, πολιτικοί κ.ά. χωρίς να υπάρχει έρευνα για την γνησιότητά τους ή για την αυθεντικότητά τους. 
Β.«Θρήνος»
Κ΄ η ομορφιά γραφτό είναι να πεθάνει!
Αυτό που ο ανθρώπους και θεούς νικά,
δε συγκινεί το χάλκινο στήθος του Στύγιου Δία.
Η αγάπη μόνο μια φορά μαλάκωσε το Χάρο,
μα στο κατώφλι πάλι αυτός σκληρά το δώρο πήρε πίσω.
Δε βαλσαμώνει την πληγή του όμορφου παιδιού η Αφροδίτη,
που ο κάπρος άνοιξε φριχτά στο λυγερό του σώμα.
Η Θέτιδα το θεϊκό τον ήρωα δεν τον σώζει,
την ώρα που της μοίρας του τον κύκλο κλείνει,
πέφτοντας στη Σκαιά μπροστά την Πύλη.
Αλλά ανεβαίνει από τη θάλασσα μ΄ όλες τις κόρες του Νηρέα
κι αρχίζει ο θρήνος για το δοξασμένο γιό.
Τότε οι θεοί κι όλες οι θεές, για κοίταξε, θρηνούνε,
γιατί τ΄ Ωραίο χάνεται, γιατί το Τέλειο σβήνει.
Ωραίο, και νάσαι μοιρολόι στο στόμα των αγαπημένων σου,
 γιατί ο κοινός θνητός βουβά στον Άδη κατεβαίνει.*
*Από Κλ. Παράσχου: «Ανθολογία της Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής ποιήσεως» Εκδ: Παρουσία, μετ.: Νίκος Α. Σερέσλης
3.Φρειδερίκος Χέντερλιν (1770-1843)
          Σημαντικός λυρικός ποιητής. Το έργο του στη λογοτεχνία ,γεφυρώνει την κλασσική σχολή με το ρομαντισμό. Το οικογενειακό περιβάλλον των παιδικών του χρόνων έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την ψυχική του υγεία, αλλά και για την λογοτεχνική του δημιουργία ,γιατί βασανισμένος στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του από σοβαρή ψυχική νόσο, υπέφερε από μεγάλη μοναξιά. Περνούσε το χρόνο του παίζοντας πιάνο, ζωγραφίζοντας και ταξιδεύοντας. Υμνητής της Γαλλικής Επανάστασης. Είχε μια πανθεϊστική θέαση του κόσμου.  Τα ύστερα ποιήματά του περιέχουν στοιχεία μυστικισμού.
Έργα του: Ύμνοι στα ιδεώδη της Ανθρωπότητας, Υπερίων, Η φωνή του λαού, Διοτίμα, Ο θάνατος του Εμπεδοκλή.

Γ. «Άρτος και Οίνος»  (απόσπασμα)
Ω μακαρία Ελλάς! συ ενδιαίτημα όλων των ουρανίων,
Είναι λοιπόν αλήθεια αυτό που άλλοτε, στη νιότη μας, είχαμε ακούσει;
Αίθουσα εορταστική! το πάτωμα είναι ωκεανός και τα τραπέζια όρη,
Αληθινά σε χρόνους μακρινούς για τούτη τη μοναδική στιγμή χτισμένη!
Όμως πού είν’ οι θρόνοι; πού οι ναοί και τα δοχεία πού
Τα πλήρη νέκταρος, πού τα άσματα προς τέρψιν των θεών;
Πού, μα πού λοιπόν αστράφτουν οι χρησμοί που προορίζονται να φτάσουν
μακριά;
Καθεύδουν οι Δελφοί και πού άραγε αντηχεί το μέγα πεπρωμένο;
Πού είναι το ταχύ; Πού αστράφτει πλήρες πανταχού παρούσης ευτυχίας
Με βροντές από αίθριο ουρανό ενώπιον των οφθαλμών μας;
Πάτερ Αιθήρ! Φώναξε κάποιος κι ο λόγος πέταξε από ένα στόμα
Σε χιλιάδες, κανένας δεν άντεχε μόνος του τη ζωή
Σαν το μοιράζεται κανείς δίνει χαρά τούτο το αγαθό και σαν το
ανταλλάσσει, με ξένους,
Γίνεται αγαλλίαση, αυξάνει με τον ύπνο η δύναμη της λέξης:
Πατέρας! φως καθαρό! και αντηχεί, όσο μακριά μπορεί να φτάσει, το
πανάρχαιο
Σημείο, κληρονομιά απ’ τους γονείς, βρίσκει το στόχο και δημιουργεί.
Καθόσον έτσι βρίσκουν το κατάλυμά τους οι ουράνιοι, έτσι τα βάθη
συγκλονίζοντας
Κατέρχεται μέσα από τις σκιές μεταξύ των ανθρώπων η Ημέρα τους.
Ανεπαισθήτως φθάνουν στην αρχή, και σπεύδουν τα παιδιά
Να τους προϋπαντήσουν, φθάνει σε υπέρμετρη φεγγοβολή και
εκτυφλωτική η ευτυχία,
Κι ο άνθρωπος τρομάζει, ακόμη κι ένας ημίθεος δεν θα γνωρίζει να πει
Με τ’ όνομά τους αυτούς που με τα δώρα τους τον πλησιάζουν.
Όμως μέγα είναι το θάρρος τους και οι χαρές τους του
Γεμίζουν την καρδιά κι ούτε που ξέρει τι να το κάνει τούτο το αγαθό,
Δημιουργεί, σκορπίζει και γίνεται γι’ αυτόν σχεδόν ιερό το ανίερο,
Που άγγιζε απερίσκεπτα και με ευμένεια το χέρι του το γενναιόδωρο.
Και οι θεοί, όσο μπορούν το ανέχονται αυτό, ύστερα όμως εν αληθεία
Έρχονται αυτοπροσώπως και συνηθίζουν οι άνθρωποι την ευτυχία
Και την Ημέρα και να κοιτάζουν τους Ακρύπτους, το πρόσωπο
Εκείνων, οι οποίοι ήδη από μακρού το Εν και Παν ονόμασαν,
Βαθιά το σιωπηλό τους στήθος με ελεύθερη αυτάρκεια επλήρωσαν
Και πρώτοι και μόνοι κάθε επιθυμία ικανοποίησαν,
Έτσι είναι ο άνθρωπος, όταν το αγαθό είναι παρόν και με τα δώρα του
Αυτοπροσώπως ένας θεός γι’ αυτόν φροντίζει, δεν το γνωρίζει ούτε και
το βλέπει.
Πρώτα πρέπει να υποφέρει, τώρα όμως ονομάζει το πιο αγαπημένο του,
Τώρα, τώρα πρέπει γι’ αυτό να γεννηθούνε λέξεις σαν λουλούδια.
Και τώρα σκέφτεται με σοβαρότητα τους μακαρίους θεούς του να τιμήσει,
Πραγματικά κι αληθινά το παν οφείλει αίνους να απαγγείλει προς αυτούς.
Δεν πρέπει τίποτε να δει το φως, που να μην είναι αρεστό στους Υψηλούς,
Ενώπιον του Αιθέρα δεν αρμόζουν κινήσεις άτεχνες και περιττές.
Δια τούτο και για να σταθούν με αξιοπρέπεια ενώπιον των ουρανίων,
Ορθώνουν οι λαοί το ανάστημά τους σε τάξη θαυμαστή
Αναμεταξύ τους και κτίζουν τους ωραίους ναούς και πόλεις
Οχυρές και ευγενείς, που υψώνονται πάνω από τ’ ακρογιάλια
Όμως πού είναι; πού ανθίζουν οι πασίγνωστες, οι κορωνίδες της γιορτής;
Μαραίνεται η Θήβα και η Αθήνα, όπλα δεν αντηχούν πλέον
Στην Ολυμπία, μήτε άρματα χρυσά στις αρματοδρομίες,
Κι άραγε έπαυσαν πια για πάντα να στεφανώνονται τα πλοία της Κορίνθου;
Γιατί άραγε σιγούν ακόμη και τα θέατρα τα αρχαία και ιερά;
Γιατί να μην υπάρχει χαρά απ’ τους λατρευτικούς χορούς;
Γιατί δεν σημειώνει, όπως άλλοτε, το μέτωπο του ανθρώπου ένας θεός,
Και δεν αφήνει τη  σφραγίδα του, όπως άλλοτε, σ’ αυτόν που επέλεξε;
‘Η ερχόταν άλλοτε ο ίδιος κι έπαιρνε τη μορφή του ανθρώπου
Και ολοκλήρωνε κι έκλεινε παρηγορητικά την ουράνια γιορτή.
Αλλά ω φίλε! φτάνουμε πολύ αργά. Ζουν μεν οι θεοί,
Αλλά πάνω από τις κεφαλές μας, εκεί ψηλά σε άλλο κόσμο.
Ατέρμονα ενεργούν εκεί και μοιάζουν λίγο να προσέχουν,
Αν ζούμε ή όχι, γιατί τόσο πολύ μας προφυλάσσουν οι ουράνιοι.
Καθόσον πάντοτε δεν δύναται ένα εύθραυστο δοχείο να τους περιλάβει,
Μόνο κατά καιρούς αντέχει ο άνθρωπος τη θεϊκή πληρότητα.
Και στο εξής είναι η ζωή όνειρο περί αυτής. Όμως η σύγχυση
Βοηθεί, όπως κι ο ύπνος και δίνει δύναμη η Ανάγκη και η Νύχτα,
Μέχρι ν’ ανατραφούν ήρωες αρκετοί στο μολυβένιο λίκνο,
Καρδιές, όπως και άλλοτε, όμοιες σε δύναμη με τους ουράνιους.
Τότε εκείνοι καταφθάνουν μέσα σε βροντές. Όμως συχνά μου φαίνεται
Πως είναι καλύτερα να κοιμηθείς, παρά να μένεις έτσι δίχως σύντροφο,
Και να προσμένεις τόσο, και τι να κάνεις τότε, τι να πεις,
Δεν ξέρω, και προς τι άραγε να είσαι ποιητής σε χρόνους στερημένους;
Αλλά είναι, λες, αυτοί σαν τους αγίους ιερείς του Βάκχου,
Οι οποίοι μέσα σε νύχτα ιερή εβάδισαν από χώρα σε χώρα.
Γιατί, όταν πριν από καιρό – σ’ εμάς φαίνονται αιώνες-
Στα ύψη ανελήφθησαν όλοι αυτοί που τη ζωή μας έκαναν ευτυχισμένη,
Όταν ο πατήρ απ’ τους ανθρώπους απέστρεψε το πρόσωπό του,
Και δίκαια επάνω εις τη γη το πένθος ήρχισε,
Όταν εν τέλει επεφάνη ένα πνεύμα σιωπηλό, που χάριζε ουράνια
Παρηγοριά, και που ανήγγειλε το τέλος της Ημέρας κι εξηφανίσθη
Άφησε για σημάδι, ότι κάποτε ήταν εδώ και πάλι
Θα ξανάρθει, ο ουράνιος χορός πίσω του κάποια δώρα,
Τα οποία εμείς, όπως και άλλοτε, θα τα χαιρόμαστε ανθρώπινα,
Διότι για τη χαρά, εν πνεύματι, εγένετο το μέγα υπερμέτρως μέγα
Μεταξύ των ανθρώπων κι ακόμη, ακόμη ελλείπουν οι ισχυροί δια τις
Ύψιστες χαρές, όμως ακόμη επιβιώνει σιωπηλά κάποια ευγνωμοσύνη.
Ο άρτος είναι γέννημα της γης, κι ωστόσο είναι απ’ το φως ευλογημένος,
Κι απ’ τον βροντόφωνο θεό έρχεται η χαρά του οίνου.
Τα δώρα αυτά μας φέρνουνε στη σκέψη τους ουράνιους, που άλλοτε
Ήταν εδώ και στον κατάλληλο καιρό θα επιστρέψουν,
Δια τούτο και οι ποιητές με σοβαρότητα υμνούν τον Βάκχο
Κι ο αίνος τους προς τον αρχαίον αυτόν θεό δεν αντηχεί πλασμένος
ματαιόδοξα.*
(Μετ.: Στέλλα Νικολούδη- ιντερνέτ)
4.Ράινερ Μαρία Ρίλκε(-1926)
        Καταγόταν από γερμανική γενιά και γεννήθηκε στην Πράγα. Τα παιδικά του χρόνια χαρακτηρίστηκαν από ανησυχία. Έζησε σε μια ταραγμένη εποχή τα χρόνια της νεότητάς του - θρησκευτικές διαμάχες, ηθική κατάπτωση, παγκόσμια αναστάτωση. Οι πρώτες αυτές παιδικές μνήμες ήταν και το πρώτο υλικό για το κατοπινό έργο του
      Η σχέση μεταξύ της μητέρας και του μοναδικού γιου της βαρυνόταν από το παρατεταμένο πένθος της για τη μεγαλύτερη κόρη της. Οι γονείς του τον πίεσαν να ακολουθήσει σταδιοδρομία στρατιωτική. Το 1895 άρχισε να φοιτά στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα, όπου σπούδασε γερμανική λογοτεχνία, ιστορία της τέχνης και φιλοσοφία. Το 1896 εγκαταστάθηκε στο Μόναχο.
       Οι Ελεγείες του Ντουίνο (1911 - 1922), που άρχισε να γράφει κατά τη διάρκεια της παραμονής του στον Πύργο του Ντουίνο της Δαλματίας, κοντά στη Τεργέστη, και τα Σονέτα στον Ορφέα (1922),είναι τα αριστουργήματά του. Με τα δυο αυτά του έργα, με τον πλούσιο λυρισμό τους, το υμνητικό ύφος και την όρεξη για ζωή, ο Ρίλκε έφθασε στο αποκορύφωμα του ποιητικού του έργου.
       Επίσης το 1929 δημοσιεύθηκε το πολύ ενδιαφέρον έργο του, που διαβάστηκε κι αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τους νέους, Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή .
Τα σπουδαιότερα έργα του είναι: ¨Το βιβλίο των εικόνων¨ (1900), Βιβλίο των ωρών¨(1905).
Δ. Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ
Εκείνο το πρωί
Ύστερα από μια νύχτα γιομάτη αντάρα καλέσματα και ταραχή
για μια ακόμη φορά ανέβηκε το πέλαγο στην κορυφή
και βόγκηξε.
Κι όταν αργά η κραυγή καταλάγιασε πάλι
βουλιάζοντας μέσα στην άβυσσο τη βουβή
η θάλασσα γέννησε.
Στον ήλιο τον πρώτο λαμποκόπησε ο αφρός της κόμης
και το κορίτσι υψώθηκε στην ούγια των γλαυκών
κυμάτων,
κατάλευκο αμήχανο και υγρό.
Έτσι σαν ένα πράσινο φύλλο ανάδεψε,
τεντώθηκε και καμπυλώνοντας σε μια πρόκληση
νωχελική ξεδίπλωσε το σώμα του
μέσα στο δροσάτο αγέρι της αυγής.
Καθαρά ξεπρόβαλλαν τα γόνατα,
δυο φεγγάρια ανεβασμένα από τα δαχτυλιδωτά σύγνεφα
των μηρών.
Οι κνήμες υποχώρησαν μέσα σε ίσκιους αχνούς.
Και οι αρμοί του πήραν να ζωντανεύουν
όπως το λαρύγγι του πότη.
Και το σώμα έγειρε ανάγερτο στο γύρο ποτηριού
όπως ο νέος καρπός σ’ ενού παιδιού τα χέρια.
Η μικρή δαχτυλήθρα του αφαλού
φύλαγε όλο το σκοτάδι εκείνου του ολόφωτου σώματος.
Πιο κάτου κύμα μικρό σηκώθη αχνογελόχαρο
κύλησε σίγουρο και κύκλωσε τα ισχία
όπου ένα ήσυχο κελάρυσμα θρόιζε.
Διάφανο όμως και χωρίς ίσκιους ακόμη
σαν το απόσταγμα από σημύδες του Απρίλη
πρόβαλε το αιδοίο
άδειο, ζεστό και αναμένοντας.
Τώρα οι ώμοι ζυγαριάστηκαν τέλεια
πάνω στο λυγερό κορμί.
Από το δοχείο του θηλυκού σαν συντριβάνι
τινάχτηκε ο ρυθμός
και γκρεμίζονταν τρέμοντας
στους καταρράχτες των μαλλιών
και στα μακρυά ωραία χέρια.
Ύστερα αργά – αργά προσπέρασε η όψη της.
Η θηλυκάδα, ακατανίκητη ροπή,
έγινε αδιόρατη μες στο σκοτάδι
και ετελείωνε ήρεμα στο θεληματικό της πηγούνι.
Τώρα ο λαιμός άστραφτε όπως αχτίνα,
και μέσαθέ του ανεβήκαν οι χυμοί
όπως στο ύπερο του λουλουδιού.
Σύγκαιρα τεντώθηκαν οι δύο βραχίονες,
κύκνων λαιμοί
όταν πλένε κατά την όχθη.
Και τότε σ’ εκείνου του σώματος το σκοτεινό
ξύπνημα εκίνησε σαν αύρα πρωινή
η πρώτη αναπνοή.
Τα κλαδιά των φλεβών σχημάτισαν ψιθυρίζοντας
ένα δέντρο τρυφερό.
Και το αίμα άρχισε να βουίζει
μέσα από το βαθύ μυχό του.
Και τούτος ο άνεμος αύξαινε.
τόσο που χύθηκε με όλη τη βία του
στα νέα στήθη.
Τα γέμισε και τα φούσκωσε σαν δυο πανιά
τεντωμένα από την προσδοκία του μακρυνού.
Και αλάφριο το κορίτσι το σπρώξανε στην στεριά.
Έτσι καταπλέοντας άραξε η θεά.
Πίσω της αναμεριάζοντας πλατιά προς την
καινούργια όχθη ανέβαιναν όλο το πρωινό
τα λουλούδια και τα καλάμια
βρυαρά μπερδεμένα και ανεβάσταγα
όπως οι αφές στο αγκάλιασμα.
Κι αυτή προχωρούσε να φτάσει.
Όμως το μεσημέρι, εκείνη την ώρα τη βαριά,
σηκώθηκε το πέλαγο μια ακόμη φορά
και στην ίδια εκείνη θέση που γέννησε τη θεά
ξέβρασε ένα δελφίνι
νεκρό, πορφυρό, και ανοιγμένο.
(Απόδοση στην ελληνική από το Δ. Λιαντίνη. Το απήγγειλε σε φοιτητές  στην Πάφο στις 22.3.1989 σε εκπαιδευτική εκδρομή)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου