Με λουκέτο κινδυνεύει μία στις τρεις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, την ώρα που πάνω από τις μισές επιχειρήσεις διαπιστώνουν μείωση του τζίρου, της ζήτησης, και των παραγγελιών. Τα παραπάνω καταγράφονται στα αποτελέσματα έρευνας οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ για το β’ εξάμηνο του 2014 και προσδοκιών για το α’ εξάμηνο του 2015.
Σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, στην έρευνα αποτυπώνεται η εύθραυστη αισιοδοξία των μικρών επιχειρήσεων για ένα καλύτερο μέλλον (προϊόν του εκλογικού αποτελέσματος), η οποία συναντά την αγωνία για την επόμενη ημέρα της ελληνικής οικονομίας και την ανάγκη επίσπευσης εφαρμογής πολιτικών και ρυθμίσεων που θα βγάλουν τις επιχειρήσεις από το επενδυτικό τέλμα και το φαύλο κύκλο υπερχρέωσης.
Όμως, ενώ εμφανίζεται να αποκλιμακώνεται η αρνητική δυναμική προσδοκιών που είχε αναπτυχθεί τα προηγούμενα χρόνια, το πόσο θα διαρκέσει αυτή κατάσταση συναρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη βούληση και τη δυνατότητα της νέας κυβέρνησης να εφαρμόσει πολιτικές και να εισάγει μέτρα που θα δώσουν ώθηση στην πραγματική οικονομία, την επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις, τη ρευστότητα, την απασχόληση.
«Είναι σαφές ότι οι επιχειρήσεις παραμένουν ιδιαίτερα επιφυλακτικές ως προς τις οικονομικές προοπτικές τους, με δεδομένο ότι 2 κυριότερα ζητήματα που τους απασχολούν, η ρευστότητα και το επενδυτικό περιβάλλον όχι μόνο δεν έχουν αντιμετωπιστεί μέχρι σήμερα, αλλά ούτε και υπάρχει στον ορίζοντα κάποια συγκεκριμένη προοπτική σε επίπεδο οικονομικής συγκυρίας και οικονομικής πολιτικής. Αυτή η ανασφάλεια τροφοδοτεί σε μεγάλο βαθμό τις χαμηλές επιδόσεις στους δείκτες απασχόλησης. Η κυβέρνηση καλείται μέσα σε ένα ενθαρρυντικό αλλά ρευστό περιβάλλον να σχεδιάσει και να εφαρμόσει ταχύτατα ρεαλιστικές λύσεις που απαντούν στις σημερινές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι μικρές επιχειρήσεις», υπογραμμίζεται.
Τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία ΜARC ΑΕ σε πανελλαδικό δείγμα 1009 πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό), στο διάστημα 17 έως 26 Φεβρουαρίου 2015 έχουν ως εξής:
Γενική οικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων
1) Τα μετρήσιμα οικονομικά μεγέθη των επιχειρήσεων (τζίρος, ζήτηση, παραγγελίες, ρευστότητα) εμφανίζονται να διατηρούν μια «απόσταση» από την αισιόδοξη οπτική των γενικών προσδοκιών και της ψυχολογίας που καταγράφεται στην παρούσα συγκυρία. Οι περισσότερες επιχειρήσεις καταγράφουν αρνητικές επιδόσεις σε όλους τους δείκτες. Μόλις 1 στις 4 επιχειρήσεις παρουσίασε κέρδη τη χρήση που μας πέρασε, ενώ το 37,3% κατέγραψε ζημίες. Οι επιχειρήσεις με υψηλό κύκλο εργασιών και περισσότερο προσωπικό (>5 ατόμων) σημειώνουν καλύτερες επιδόσεις σε όλα τα μεγέθη.
2) Στα υπόλοιπα μεγέθη, πάνω από τις μισές επιχειρήσεις διαπιστώνουν και σε αυτό το εξάμηνο μείωση του τζίρου (53,2%), της ζήτησης(55,2%), των παραγγελιών (58,9%).
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ εκτιμάται ότι η συνολική πτώση στο τζίρο την τελευταία χρονιά άγγιξε το 13% (Φεβρουάριος 2014- Φεβρουάριος 2015). Η συνολική πτώση του τζίρου από την έναρξη της κρίσης αγγίζει το 77 %. Ο κλάδος του εμπορίου εμφανίζει τις περισσότερες απώλειες.
3) Περισσότερο ανησυχητικά είναι τα ευρήματα σχετικά με τους δείκτες ρευστότητας και επένδυσης, αφού το 62,4% των επιχειρήσεων δήλωσε επιδείνωση στο δείκτη ρευστότητας, ενώ μόλις το 12,1% προχώρησε σε επενδύσεις. Σε αυτές τις κατηγορίες το συγκριτικό πλεονέκτημα φαίνεται να το διατηρούν οι επιχειρήσεις μικρής ηλικίας (έως 5 ετών), με υψηλό τζίρο και με προσωπικό > 5 ατόμων.
4) Το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία τείνει οριακά σε ένα θετικότερο μονοπάτι οικονομικής πολιτικής και μακροοικονομικών επιδόσεων, αποτυπώνεται στις τάσεις του οικονομικού κλίματος. H διαφορά αρνητικών-θετικών αποτιμήσεων μειώνεται στο -50,2 (από -54,0 στην προηγούμενη έρευνα και -85,5 τον Ιούλιο του 2012), ενώ ενδείξεις σταθεροποίησης δείχνουν 1 στις 3 επιχειρήσεις.
5) Περισσότερο ενθαρρυντική (τουλάχιστο την περίοδο που διεξήχθη η έρευνα, Φεβρουάριος 2015) είναι η εικόνα που αποτυπώνεται στις προσδοκίες των επιχειρήσεων για το επόμενο εξάμηνο, όπου σε όλους τους δείκτες παρατηρείται σημαντική βελτίωση του ισοζυγίου θετικών – αρνητικών προσδοκιών. Συγκεκριμένα μόλις 3 στις 10 επιχειρήσεις (31,4% από 56,1% στην έρευνα Ιουλίου 2014) προβάλλουν αρνητικές προσδοκίες για το επόμενο εξάμηνο, ενώ για 1 στις 4 οι προοπτικές εμφανίζονται να είναι βελτιούμενες. Για τους δείκτες κύκλου εργασιών και ζήτησης ο λόγος αρνητικών-θετικών προσδοκιών είναι 3:2, ενώ για τους δείκτες ρευστότητας, παραγγελιών και επένδυσης ο λόγος προσεγγίζει το 2:1.
Λουκέτα – επιχειρηματική δραστηριότητα
1) Σε σύγκριση με το Ιούλιο του 2014, οι αρνητικές προβλέψεις εξαμήνου των επιχειρήσεων υποχωρούν σημαντικά. Ωστόσο, 1 στις 3 επιχειρήσεις δηλώνει ότι διατρέχει σημαντικό κίνδυνο κλεισίματος. Μάλιστα, το 3% του συνόλου των επιχειρήσεων τοποθετούν το ενδεχόμενο διακοπής λειτουργίας μέσα στο επόμενο τρίμηνο. Αυτό σημαίνει ότι τα λουκέτα για το επόμενο εξάμηνο θα προσεγγίσουν τις 8,500.
2) Ο κίνδυνος λουκέτου είναι σημαντικά αυξημένος (>50%) για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις (έως 1 άτομο προσωπικό και με τζίρο έως 50χιλ) και τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο λεκανοπέδιο.
Υποχρεώσεις – οφειλές
1) Αναμφίβολα, το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι επιχειρήσεις μέσα στο 2014 είναι η παγιωμένη αδυναμία τους να ξεφύγουν από την παγίδα των πολύ υψηλών φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Συγκεκριμένα, το 38,1% των επιχειρήσεων έχει καθυστερημένες οφειλές προς τον ΟΑΕΕ (το κύριο ασφαλιστικό ταμείο των επαγγελματιών), και το 31,9% προς την εφορία (σταθερά αυξημένο). Είναι χαρακτηριστικό ότι πάνω από το 20% των επιχειρήσεων εκτιμά ότι δεν θα ανταποκριθεί στις φορολογικές υποχρεώσεις του 2015.
2) Στις άλλες κατηγορίες οφειλών προς το δημόσιο, ¼ επιχειρήσεις έχουν καθυστερημένες οφειλές προς τις ΔΕΚΟ, ενώ περιορίστηκαν σημαντικά οι καθυστερημένες πληρωμές προς το ΙΚΑ (13%).
3) Στις κατηγορίες οφειλών προς τον ιδιωτικό τομέα, παρατηρείται μια ύφεση του φαινομένου υπερχρέωσης. Εντούτοις, συνεχίζουν να διατηρούν ληξιπρόθεσμες οφειλές: το 23,8% των επιχειρήσεων σε προμηθευτές, το 17,9% σε ενοίκια, το 15,7% σε δόσεις δανείων.
4) Σχετικά περιορισμένη είναι η χρήση της προηγούμενης ρύθμισης των 72-100 δόσεων για οφειλές στην εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία, καθώς μόλις 1 στους 3 επιτηδευματίες που έχει καθυστερημένες πληρωμές έχει κάνει αίτηση υπαγωγής, ενώ 1 στους 3 σκέφτονται να κάνουν. Είναι προφανές ότι η νέα ρύθμιση των 100 δόσεων για τις ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές που ψηφίστηκε πρόσφατα θα διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό τις επιχειρήσεις, δε συμβαίνει όμως το ίδιο για τη ρύθμιση των ασφαλιστικών οφειλών όπου το πλαίσιο παραμένει ασφυκτικό και δεν θα επιτρέψει την ταυτόχρονη εξυπηρέτηση τρεχουσών εισφορών και παλαιότερων χρεών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου