Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα οποία παραθέτει μεταξύ άλλων και η περιβαλλοντική οργάνωση WWF στην έκθεσή της για τα πολιτικά και θεσμικά κενά που εμποδίζουν την πορεία της Ελλάδας προς μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία.
Οι παραβάσεις της Ελλάδας μάλιστα δεν έρχονται χωρίς ποινές και οικονομικά πρόστιμα με τη χώρα μας να έχει πληρώσει από το 2014 έως σήμερα 184 εκατομμύρια ευρώ σε πρόστιμα που της έχουν επιβληθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και αφορούν παραβάσεις σχετιζόμενες με απόβλητα και αστικά λύματα.
Σήμερα, σύμφωνα με τα ετήσια δεδομένα που δημοσιεύει η Κομισιόν, οι «ανοιχτές» υποθέσεις παραβάσεων της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της Ελλάδας είναι 22 και κατατάσσουν τη χώρα μας για άλλη μια χρονιά στην πρώτη θέση μαζί με την Ισπανία.
«Το γεγονός ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στην πρώτη θέση σε παραβιάσεις του ενωσιακού περιβαλλοντικού δικαίου δείχνει ακριβώς ότι τα προβλήματα δεν είναι σημειακά, ούτε αφορούν μεμονωμένους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας», σημειώνει το WWF. Θα πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι το 77% των ανοιχτών υποθέσεων παραβίασης από την Ελλάδα αφορούν κακή εφαρμογή, γεγονός το οποίο καταδεικνύει ότι τα προβλήματα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως δομικά και πολιτικά, καθώς δεν αφορούν απλώς καθυστερήσεις στη μεταφορά οδηγιών.
Αλλωστε η Ελλάδα εξακολουθεί να «θάβει» το 78% των αποβλήτων της με την ανακύκλωση να αγγίζει μετά βίας ποσοστό 21% όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος φτάνει το 48%.
Και παρά τα πρόστιμα, σύμφωνα με την ενημέρωση που έχει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ελλάδα εξακολουθεί να διατηρεί ή να μην έχει αποκαταστήσει ένα σημαντικό αριθμό παράνομων χωματερών. Συγκεκριμένα, τρεις παράνομες χωματερές εξακολουθούν να λειτουργούν, ενώ άλλες 17 έχουν κλείσει, αλλά δεν έχουν αποκατασταθεί. Ο αριθμός των παράνομων χωματερών συνεχίζει να μειώνεται, αλλά οι εναπομείναντες χώροι είναι δύσκολο να κλείσουν αν δεν δημιουργηθούν νέες εγκαταστάσεις διαχείρισης αποβλήτων. Επιπλέον, οι εγκαταστάσεις διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων είναι ανεπαρκείς και η χωριστή συλλογή των ροών αποβλήτων δεν έχει ουσιαστικά προχωρήσει. Η υγειονομική ταφή των αποβλήτων αποτελεί την κύρια μέθοδο διαχείρισης σε υπέρμετρο βαθμό, ενώ τα ποσοστά ανακύκλωσης αποβλήτων παραμένουν πολύ χαμηλά.
Αποτέλεσμα είναι η χώρα μας να συνεχίζει να πληρώνει πρόστιμα για τη μη συμμόρφωση με τη νομοθεσία της ΕΕ για τα αστικά λύματα, για την κατώτερη των προτύπων διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων και τους παράτυπους χώρους ανεξέλεγκτης διάθεσης αποβλήτων σε όλη τη χώρα.
Αντιμετωπίζει ακόμα τεράστια διαρθρωτικά προβλήματα όσον αφορά τη διαχείριση των αποβλήτων, ενώ η πρόοδος που έχει σημειωθεί είναι περιορισμένη. Το εθνικό σχέδιο για τη διαχείριση των αποβλήτων έχει επικαιροποιηθεί, αλλά η θέσπιση περιφερειακών σχεδίων έχει καθυστερήσει σημαντικά.
Παράλληλα η Κομισιόν έχει αναφέρει την Ελλάδα στο Ευρωδικαστήριο για την ατμοσφαιρική ρύπανση και τις υπερβάσεις των ορίων μικροσωματιδίων στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Αναφορικά με την προστασία της φύσης, παρόλο που η συγκρότηση του δικτύου Natura 2000 της Ελλάδας έχει ολοκληρωθεί, δεν έχουν τεθεί ειδικοί στόχοι ανά τοποθεσία και εξακολουθεί να εκκρεμεί η λήψη μέτρων διατήρησης και η κατάρτιση σχεδίων διαχείρισης. Με τα χρόνια, το ποσοστό των οικοτόπων σε καλή κατάσταση έχει μειωθεί.
Με ...εξαφάνιση απειλούνται οι περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις
Παρόλο που η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στις περιβαλλοντικές παραβάσεις, τα τελευταία χρόνια, η υποβάθμιση του σώματος επιθεωρητών περιβάλλοντος είναι κάτι παραπάνω από εμφανής.
Έχοντας αλλάξει πολλές φορές τίτλο, το σώμα επιθεωρητών κατά την τρέχουσα περίοδο υπάγεται στον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας και από το 2019 έχει ανατεθεί στον Γενικό Γραμματέα Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι δεν περιβάλλεται με την απαραίτητη ανεξαρτησία από πολιτικές εντολές, όπως σημειώνει το WWF, ενώ η στήριξη που είναι απαραίτητη για την απρόσκοπτη και αποτελεσματική διεξαγωγή του έργου των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων εξαρτάται από τη βούληση και κατανόηση του αντικειμένου από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία του υπουργείου.
«Κατά τα τελευταία χρόνια, η υποβάθμιση του σώματος επιθεωρητών είναι εμφανής, αλλά μέσα στην τελευταία τριετία είναι ραγδαία», επισημαίνει η περιβαλλοντική οργάνωση.
Ενδεικτικά της κατάστασης είναι τα εξής:
Το Σώμα Επιθεωρητών Περιβάλλοντος είναι μια από τις πολύ λίγες ελεγκτικές αρχές που δεν υπάχθηκαν στην ανεξάρτητη Αρχή Διαφάνειας. Το αποτέλεσμα είναι πως παραμένουν σε απόλυτη εξάρτηση από τον κάθε Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ή όπως αλλιώς μετονομαστεί μελλοντικά το αρμόδιο για τα περιβαλλοντικά ζητήματα υπουργείο).
Από το 2019 δεν έχουν δημοσιευθεί δεδομένα και αποτελέσματα ελέγχων, ούτε καν η ετήσια έκθεση πεπραγμένων που δημοσιευόταν ανελλιπώς από το 2003. Η τελευταία έκθεση που δημοσιεύθηκε το 2020, αφορά πεπραγμένα του έτους 2019.
Τα αποτελέσματα ελέγχων και οι αποφάσεις επιβολής κυρώσεων δεν δημοσιεύονται, παρά το γεγονός ότι οι αντίστοιχες αποφάσεις για την επιβολή προστίμων από περιφερειακές υπηρεσίες αναρτώνται στη Διαύγεια.
Όπως προκύπτει από τις καταχωρήσεις στο Ηλεκτρονικό Περιβαλλοντικό Μητρώο και στον ιστότοπο για την περιβαλλοντική αδειοδότηση, στον οποίο αναρτώνται υποχρεωτικά τα αποτελέσματα αυτοψιών και επιθεωρήσεων σχετικών με τη συμμόρφωση εγκαταστάσεων και έργων με τους περιβαλλοντικούς όρους, το σώμα επιθεωρητών περιβάλλοντος διενεργεί ολοένα και λιγότερους ελέγχους.
Συγκεκριμένα,
- κατά το 2022, δεν φαίνεται να έχει διενεργηθεί κανένας έλεγχος,
- το 2021, φαίνεται να διενεργήθηκε ένας μόνο έλεγχος, κατά τον οποίο διαπιστώθηκαν ευρήματα (δεν αναφέρεται άλλη σχετική πληροφορία), ενώ
- και το 2020 δεν διενεργήθηκε κανένας έλεγχος.
- Το 2019 διενεργήθηκαν τέσσερις επιθεωρήσεις, από το Σώμα Επιθεωρητών Βορείου Ελλάδος, στις οποίες διαπιστώθηκαν ευρήματα.
Στην έκθεση αναφέρεται ότι από το 2001, οπότε και ιδρύθηκε η Ειδική Υπηρεσία Επιθεωρητών Περιβάλλοντος με τον νόμο για τα ολυμπιακά έργα, διευρύνθηκε μεν πολύ το ελεγκτικό πεδίο της, όμως παρέμεινε εμφανώς υποστελεχωμένη και χωρίς αρμοδιότητα επιβολής κυρώσεων, πέραν της απλής εισήγησης προς τον υπουργό. Το 2003, με προεδρικό διάταγμα προβλέφθηκε στελέχωση της τότε ειδικής υπηρεσίας επιθεωρητών περιβάλλοντος του ΥΠΕΧΩΔΕ με 78 υπαλλήλους (50 επιθεωρητές περιβάλλοντος) και ένταξη στον κρατικό προϋπολογισμό ετήσιας δαπάνης 1.715.525 ευρώ. Το 2018, με δεδομένο μάλιστα το εξαιρετικά διερυμένο πεδίο ελέγχου και τη συνένωση με την επιθεώρηση μεταλλείων, το σύνολο του απασχολούμενου προσωπικού για όλα τα παραπάνω αντικείμενα (εξαιρούμενων των κλιμακίων ελέγχου και διακίνησης καυσίμων) ανέρχεται σε 83, εκ των οποίων μόνο οι 15 είναι επιθεωρητές περιβάλλοντος και 19 επιθεωρητές δόμησης, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται διαχρονικά με τάση μείωσης του αριθμού των ελέγχων.
Ιδιαιτέρως ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι από το 2014 και μετά δεν δημοσιεύονται οι αποφάσεις επιβολής κυρώσεων, τόσο στην ετήσια έκθεση του ΣΕΠΔΕΜ όσο και από το ίδιο το υπουργείο.
Η «χαριστική βολή» το 2021
Το πλέον πρόσφατο επεισόδιο υποβάθμισης του έργου των επιθεωρητών περιβάλλοντος του αρμόδιου υπουργείου, είναι τα άρθρα 50 και 51 του ν. 4843/2021, με τα οποία το Σώμα υποβιβάζεται από ειδική υπηρεσία σε γενική διεύθυνση του υπουργείου και οι επιθεωρητές μετατρέπονται σε συμβούλους περιβαλλοντικής συμμόρφωσης επιχειρήσεων και φορέων που παραβιάζουν την περιβαλλοντική νομοθεσία.
«Με αυτές τις ρυθμίσεις αποδομείται το ήδη απορρυθμισμένο και δυσλειτουργικό σύστημα των περιβαλλοντικών ελέγχων στη χώρα μας», επισημαίνει το WWF.
Περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις από κλιμάκια περιφερειών
Ο έλεγχος έργων και δραστηριοτήτων σε περιοχές χωρικής αρμοδιότητάς τους αποτελεί ευθύνη των 13 περιφερειών της χώρας. Όπως προβλέπεται όμως από τη νομοθεσία, και είναι αναμενόμενο, οι περιφερειακές διοικήσεις δεν διαθέτουν την απαραίτητη τεχνογνωσία και εμπειρία για την πραγματοποίηση των προβλεπόμενων από το ενωσιακό δίκαιο τακτικών ελέγχων στις βιομηχανικές μονάδες που εμπίπτουν στις διατάξεις των οδηγιών για τις βιομηχανικές εκπομπές και 2012/18/ΕΕ Seveso III για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζομένων με επικίνδυνες ουσίες.
Με βάση την εθνική νομοθεσία για την περιβαλλοντική αδειοδότηση, η ευθύνη για την άσκηση περιβαλλοντικών ελέγχων και τακτικών επιθεωρήσεων στις μονάδες με βαρύ περιβαλλοντικό αποτύπωμα έχει δοθεί στο σώμα επιθεωρητών περιβάλλοντος, του ΥΠΕΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου