ΑΡΧΙΚΗ

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

Πράσινο φως στα funds για πλειστηριασμούς και… επίσημα να χαθούν περιουσίες

 


Οι ανώτατοι δικαστές δημοσίευσαν το σκεπτικό της απόφασής τους για τη διενέργεια πλειστηριασμών από τα funds, γεγονός που σημαίνει ότι πλέον μπορεί να ξεκινήσει και η εκτέλεσή της.

Ανοίγει πλέον και επισήμως ο δρόμος για τη διενέργεια πλειστηριασμών ακινήτων από τα funds, καθώς είκοσι μία ημέρες μετά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που αφορά σε χιλιάδες δανειολήπτες οι ανώτατοι δικαστές δημοσίευσαν το πλήρες σκεπτικό της απόφασής τους. Γεγονός, που σημαίνει ότι πλέον μπορεί να ξεκινήσει και η εκτέλεσή της από τα funds.

Πριν λίγες ημέρες είχε γίνει γνωστό το αποτέλεσμα της κεκλεισμένων των θυρών διάσκεψης του Ανώτατου Δικαστηρίου σήμερα δημοσιεύθηκε η υπ΄ αριθμ. 1/2023 απόφαση της, σε χρόνο -ρεκορ για τα δεδομένα της ελληνικής δικαιοσύνης, με την οποία κατά πλειοψηφία (56-9) η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου συντάχθηκε με τις θέσεις των funds.

Συγκεκριμένα, αποφάνθηκε ότι οι διαχειριστές των funds που εδρεύουν στην Ελλάδα μπορούν να ενεργούν δικαστικές πράξεις (να γίνονται διάδικοι), να προβαίνουν σε πλειστηριασμούς με τη δική τους επωνυμία και όχι ως πληρεξούσιοι των funds.

Κατά συνέπεια, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου άναψε το φως στα funds να πραγματοποιούν πλειστηριασμούς στο όνομα τους σε ακίνητα τα οποία έχουν αποκτήσει με εξαγορά.

Η απόφαση που βγήκε σε χρόνο – ρεκόρ

Οι αρεοπαγίτες στο «δια ταύτα» της απόφασής τους αναφέρουν τα εξής:

«Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αποφαίνεται ότι κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π) έχουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων».

Τα εννέα μέλη τα οποία μειοψήφησαν και εξέφρασαν αντίθετη απόψη, είναι οι αρεοπαγίτες: Κωστούλα Πρίγγουρη, Ελένη Μπερτσιά, Παρασκευή Τσούμαρη, Παναγιώτης Βενιζελέας, Κωνσταντίνα Νάκου, Μαρία Χασιρτζόγλου, Ευτύχιος Νικόπουλος, Χρυσούλα Πλατιά και Βαρβάρα Πάπαρη.

ΟΛΗ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΗΣ

Απόφαση 1 / 2023    (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 1/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Γεωργίου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πιπιλίγκα, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Γεώργιο Χριστοδούλου, Μαρία Βασδέκη, Ελένη Φραγκάκη, Ζαμπέττα Στράτα, Μαρία Μουλιανιτάκη, Μαριάνθη Παγουτέλη και Μυρσίνη Παπαχίου, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Μαρία Κουβίδου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Αικατερίνη Βλάχου, Μαρία Λεπενιώτη, Ευδοξία Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή, Ιωάννα Μαργέλλου – Μπουλταδάκη, Δημητρία Στρούζα – Ξένου ή Κοκολέτση, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Σοφία Οικονόμου, Δημήτριο Τράγκα, Κωστούλα Πρίγγουρη, Κανέλλα Τζαβέλλα – Δημαρά – εισηγήτρια, Ελένη Μπερτσιά, Διονύσιο Παλλαδινό, Στέφανο – Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αθανάσιο Τσουλό, Παρασκευή Τσούμαρη, Αγάπη Τζουλιαδάκη, Γεώργιο Αυγέρη, Ασπασία Μεσσηνιάτη – Γρυπάρη, Μαρί Δεργαζαριάν, Παναγιώτη Βενιζελέα, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Μαρία Σιμιτσή – Βετούλα, Αριστείδη Βαγγελάτο, Κωνσταντίνα Νάκου, Ελευθέριο Σισμανίδη, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Ελένη Χροναίου, Μαρία Χασιρτζόγλου, Σταυρούλα Κουσουλού, Αγαθή Δερέ, Κλεόβουλο -Δημήτριο Κοκκορό, Χρήστο Νάστα, Χριστίνα – Ζαφειρία Γαβριηλίδου, Τριανταφύλλη Δρακοπούλου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο, Γεώργιο Παπαγεωργίου, Σταύρο Μάλαινο, Χρυσούλα Πλατιά, Μαλαματένια Κουράκου, Βαρβάρα Πάπαρη, Παναγιώτα Γκουδή – Νινέ, Φώτιο Μουζάκη, Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία – Μάριον Δερεχάνη, Αικατερίνη Χονδρορίζου, Λεωνίδα Χατζησταύρου και Ευαγγελία Γιακουμάτου, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 26 Ιανουαρίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Παναγιωτόπουλου (κωλυομένου του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου) και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειουσών – καλουσών: 1) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα…, και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…. Εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων – καθών η κλήση: 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…., 2) Ι. Μ. του Κ., κατοίκου …, 3) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…, 4)Α. Μ. του Κ., κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, 5) Θ. Μ. του Ι., κατοίκου …, 6) Κ. Μ. του Ι., κατοίκου …, 7) Δ. Μ. του Ι., κατοίκου …, 8) Σ. – Σ. Μ. του Ι., κατοίκου …, 9) Ε. Μ. του Ι., κατοίκου …, και 10) Κ. Μ. του Ι., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αλέξανδρο Στρίμπερη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Των προσθέτως παρεμβαινόντων υπέρ των αναιρεσιβλήτων:

1. Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, για το οποίο παραστάθηκε ο Πρόεδρός του Δημήτριος Βερβεσός και διόρισε πληρεξούσιους δικηγόρους του τους Ιωάννη Δεληκωστόπουλο, Δημήτριο Σκαρίπα, Παναγιώτη Νικολόπουλο, Νικόλαο Κλαμαρή και Γεώργιο Κοπακάκη, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις. 2. Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Αιγίου» που εδρεύει στο Αίγιο και εκπροσωπείται νόμιμα, για το οποίο παραστάθηκε ο Πρόεδρός του Γεώργιος Μπέσκος και διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο του τον Αντώνιο Μαρκούλη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. 3. Επαγγελματικού σωματείου με την επωνυμία «…. το οποίο εδρεύει στο Ηράκλειο Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κωνσταντίνα Λεκκάκου, η οποία κατέθεσε προτάσεις, και 4. της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Χαλιακόπουλο, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Των προσθέτως παρεμβαινόντων υπέρ των τριών πρώτων των αναιρεσιβλήτων (κοινοποιουμένη η πρόσθετη παρέμβαση προς τους αναιρεσιβλήτους): α)Πρωτοβάθμιου Σωματείου Ένωσης Καταναλωτών με την επωνυμία «ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΡΗΤΗΣ» (ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ) που εδρεύει στα Χανιά και εκπροσωπείται νόμιμα, β)Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και γ)δικηγόρου Αθηνών Ιωάννη Μυταλούλη του Θωμά. Το πρώτο («ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΡΗΤΗΣ») εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Ιωάννη Μυταλούλη και Λεωνίδα Στάμου, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις, το δεύτερο («Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος») εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριάδνη Νούκα, η οποία κατέθεσε προτάσεις και ο τρίτος (Ιωάννης Μυταλούλης) παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητα του δικηγόρου και δήλωσε ότι παραιτείται από το δικόγραφο ως προς τον εαυτό του. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, ο Προέδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αιγίου (3ου προσθέτως παρεμβαίνοντος) ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε. Οι πληρεξούσιοι των λοιπών διαδίκων, αφού έλαβαν το λόγο από την Πρόεδρο δεν συναίνεσαν στο αίτημα της αναβολής. Το δικαστήριο, αφού διασκέφθηκε επί της έδρας με την παρουσία και της Γραμματέως, απέρριψε το αίτημα της αναβολής.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-7-2016 αγωγή της ήδη πρώτης αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2871/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 2868/2020 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείουσες με την από 27-9-2020 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 1873/2022 απόφαση του Α2′ Πολιτικού τμήματος, η οποία παρέπεμψε ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης σχετικά με το στο σκεπτικό αναφερόμενο ζήτημα. Κατόπιν αυτής της απόφασης η υπόθεση φέρεται προς συζήτηση στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την από 15-11-2022 κλήση των καλουσών. Οι προσθέτως παρεμβαίνοντες με τις από 24-11-2022 (και με αριθμό κατάθεσης 63/2022), από 19-12-2022 (και με αριθμό κατάθεσης 83/2022), από 23-12-2022 (και με αριθμό κατάθεσης 88/2022), από 9-1-2023 (και με αριθμό κατάθεσης 4/2023) και την από 15-12-2022 (και με αριθμό κατάθεσης 81/2022) πρόσθετες παρεμβάσεις τους ζητούν όσα αναφέρονται σε αυτές αντίστοιχα. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων, αφού έλαβαν τον λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις τους, ζήτησαν οι μεν των αναιρεσειουσών την παραδοχή της αίτησης, ο δε των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. Οι προσθέτως παρεμβαίνοντες, αφού έλαβαν κατά σειρά τον λόγο από την Πρόεδρο ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι πρόσθετες παρεμβάσεις τους και να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. O Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε: α)η Πλήρης Ολομέλεια του Αρείου Πάγου να αποφανθεί ότι κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και του Ν. 3156/2003 οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) του Ν. 4354/2015 διαθέτουν κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 § 4 του νόμου αυτού, έχοντας και τη δυνατότητα άσκησης διαδικαστικών εν γένει πράξεων, όχι μόνο όταν η μετάβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω Ν. 4354/2015, αλλά και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης αυτών γίνεται με βάση τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003, β)να κριθούν παραδεκτές οι πρόσθετες παρεμβάσεις των: 1. Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, 2. Δικηγορικού Συλλόγου Αιγίου και 3. Ινστιτούτου Καταναλωτών Κρήτης, και απαράδεκτες, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, οι πρόσθετες παρεμβάσεις των: 1.Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος, 2.Ένωση Ξενοδοχείων Ηρακλείου, 3.Ιωάννη Μυταλούλη, δικηγόρου Αθηνών και 4. Ναυπηγοεπισκευαστική Σαλαμίνος Α.Ε. Κατά την 9η Φεβρουαρίου 2023, ημέρα που συγκροτήθηκε το δικαστήριο αυτό προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες Γεώργιος Καλαμαρίδης, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Δημήτριος Τράγκας και Διονύσιος Παλλαδινός, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ’ άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 15-11-2022 κλήση των αναιρεσειουσών νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, το παραπεμφθέν με την με αριθμό 1873/2022 ομόφωνη απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 563 παρ. 2 εδαφ. β και 27 παρ. 2 β Ν. 4938/2022 (ΦΕΚ Α’ 109/6-6-2022) «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και λοιπές διατάξεις», ως γενικότερου ενδιαφέροντος και για την ενότητα της νομολογίας ζήτημα, «Αν κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003 οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) του Ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του νόμου αυτού, έχοντας και τη δυνατότητα άσκησης διαδικαστικών εν γένει πράξεων, μόνον όταν η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω Ν. 4354/2015 ή, αντιθέτως, διαθέτουν την ως άνω νομιμοποίηση ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται, εκάστοτε, η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή, όχι μόνο όταν η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών στις εν λόγω εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, αλλά και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η αντίστοιχη ανάθεση της διαχείρισης γίνεται με βάση τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003». Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς, για πρώτη φορά και ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναίρεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον.

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 KΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία, στην περίπτωση που ασκείται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 568 παρ. 4 KΠολΔ, σε όλους τους μέχρι την άσκησή της διαδίκους, τουλάχιστον εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν όλοι οι διάδικοι που καλούνται διαμένουν στην Ελλάδα, εκτός εάν ζητήθηκε και διατάχθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 150 ΚΠολΔ, σύντμηση της προθεσμίας, οπότε η κοινοποίηση της πρόσθετης παρέμβασης γίνεται στον ορισθέντα ελάσσονα των 60 ημερών προ της δικασίμου χρόνο. Ως τρίτος, κατά την έννοια της άνω διάταξης του άρθρου 80 KΠολΔ, νοείται εκείνος, ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως, ενώ σύμφωνα με την ίδια διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 68 ΚΠολΔ, αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη άμεσου εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της. Ως εκ τούτου για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης δεν αρκεί το ότι σε δίκη, εκκρεμή μεταξύ άλλων, πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υφίσταται ή ενδέχεται να ανακύψει σε δίκη μεταξύ αυτού και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης, στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει ευθέως, από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος, τα έννομα συμφέροντά του.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 90 περ. ζ’ του ισχύοντος από 27.9.2013 Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013, ΦΕΚ 208 τ. Α’/27.9.2013), στους Δικηγορικούς Συλλόγους ανήκει, μεταξύ άλλων, και «η άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον δικαστηρίων και κάθε αρχής για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού, οικονομικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου που ενδιαφέρει τα μέλη του συλλόγου ή το δικηγορικό σώμα γενικότερα, καθώς και για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος. Για την υλοποίηση και επίτευξη αυτού του σκοπού οι Δικηγορικοί Σύλλογοι μπορούν να υποβάλλουν αγωγή, κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, αναφορά, μήνυση, δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, αίτηση ακύρωσης, ουσιαστική προσφυγή και γενικά οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα και μέσο οποιασδήποτε φύσης κατηγορίας ενώπιον κάθε δικαστηρίου ποινικού, πολιτικού, διοικητικού ουσίας ή ακυρωτικού ή Ελεγκτικού οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας στην Ελλάδα…». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 15 του Ν. 2251/1994 «Προστασία καταναλωτών», «Κάθε ένωση καταναλωτών νομιμοποιείται να ζητεί ενώπιον δικαστηρίων και διοικητικών αρχών κάθε μορφής έννομη προστασία για τα δικαιώματα των μελών της, ως καταναλωτών. Ιδίως νομιμοποιείται να ασκεί αγωγή, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, αίτηση ακύρωσης ή προσφυγή κατά διοικητικών πράξεων και να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα. Κάθε ένωση καταναλωτών δικαιούται να παρεμβαίνει προσθέτως σε εκκρεμείς δίκες μελών της για την υποστήριξη των δικαιωμάτων τους ως καταναλωτών.

Στην προκειμένη περίπτωση, άσκησαν πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ των αναιρεσίβλητων, για πρώτη φορά ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, τα εξής φυσικά και νομικά πρόσωπα: (1) το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών» με το από 24-11-2022 δικόγραφό του και (2) το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Αιγίου» με το από 19-12-2022 δικόγραφό του, με τα οποία ισχυρίζονται, ότι το υποκείμενο προς κρίση ζήτημα είναι γενικότερου κοινωνικού και οικονομικού ενδιαφέροντος, που ενδιαφέρει γενικότερα το δικηγορικό σώμα και, ότι, ως εκ τούτου, νομιμοποιούνται για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης κατά το άρθρο 90 περ. ζ του Ν. 4194/2013, (3) Το Πρωτοβάθμιο Σωματείο με την επωνυμία «ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ ΚΡΗΤΗΣ» (ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ), το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος», και ο Ιωάννης Μυταλούλης, δικηγόρος Αθηνών, με το από 15-12-2022 δικόγραφό τους, με το οποίο, ειδικότερα, ισχυρίζονται, το σωματείο (ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ), ότι ο υπέρ του η πρόσθετη παρέμβαση αναιρεσίβλητος, Ιωάννης Μαρούλης, τυγχάνει εγγεγραμένο και ταμειακά τακτοποιημένο μέλος του και, συνεπώς, δικαιούται να παρέμβει προσθέτως υπέρ αυτού στην παρούσα εκκρεμή δίκη για την υποστήριξη των δικαιωμάτων του ως καταναλωτή, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 15 του Ν. 2251/1994, το ΝΠΔΔ «Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος», ότι οι υπέρ ων η πρόσθετη παρέμβαση, ανώνυμες εταιρείες με την επωνυμία «….» και «…. δίκη, στην οποία θα κριθεί ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος με σημαντικές οικονομικές προεκτάσεις, που άπτονται των συμφερόντων των υπέρ ων, αλλά θα έχει αντανακλαστικές συνέπειες και σε πληθώρα άλλων μελών του, τα οικονομικά συμφέροντα των οποίων έχει αρμοδιότητα να προασπίζεται κατά τον αποτελεσματικότερο τρόπο, ενώ ο τρίτος προσθέτως παρεμβαίνων, δικηγόρος Αθηνών, Ιωάννης Μυταλούλης, με δήλωσή του που καταχωρίστηκε στα πρακτικά της παρούσας συζήτησης παραιτήθηκε από την πρόσθετη παρέμβαση που άσκησε, (4) το Επαγγελματικό Σωματείο με την επωνυμία «….» με το από 23-12-2022 δικόγραφό του, με το οποίο ισχυρίζεται ότι το υπό κρίση ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ζήτημα αποτελεί ζήτημα ειδικού ενδιαφέροντος και ότι δικαιούται να παρέμβει υπέρ των αναιρεσίβλητων, καθώς εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων του και του καταστατικού του σκοπού περί διαφύλαξης, μελέτης και προαγωγής των κοινών οικονομικών, κοινωνικών και επαγγελματικών συμφερόντων των μελών του εντάσσεται και η ενημέρωση και η πρόταση ανάληψης πρωτοβουλιών σχετικών με το άνω ζήτημα, δεδομένου ότι τα μέλη του κατά βάση συνδέονται συμβατικά με πιστωτικά ιδρύματα και πολλά από αυτά βρίσκονται σε δικαστικές διενέξεις με τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων και (5) η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «….» με το από 9-1-2023 δικόγραφο, επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον ότι ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά εκκρεμεί αίτηση διαδικασίας αφερεγγυότητας αυτής, την οποία έχει ασκήσει, με την ιδιότητα της μη δικαιούχου διαδίκου, άλλη εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 (η «….»), την οποία διόρισε αλλοδαπή εταιρεία απόκτησης, προς την οποία η μεταβίβαση των δανείων έγινε με τιτλοποίηση σύμφωνα με το Ν. 3156/2003. Από τις ανωτέρω πρόσθετες παρεμβάσεις εκείνες των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών και Αιγίου, καθώς και του ΙΝΚΑ ΚΡΗΤΗΣ, οι οποίες ασκήθηκαν με αυτοτελή δικόγραφα, τα οποία κατατέθηκαν στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και επιδόθηκαν σε όλους τους διαδίκους εντός προθεσμίας είκοσι πέντε (25) ημερών πριν από τη δικάσιμο, η οποία ορίστηκε από την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, κατόπιν αιτήματος των προσθέτως παρεμβαινόντων για σύντμηση της οριζόμενης στο άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολΔ προθεσμίας, είναι παραδεκτές, καθόσον, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις, έχουν έννομο συμφέρον προς άσκησή τους και, συνεπώς, πρέπει να συνεκδικασθούν (άρθρα 246 και 573 ΚΠολΔ) με την κρινόμενη, από 27-9-2020, αίτηση αναίρεσης.

Περαιτέρω, όμως, όσον αφορά τα προσθέτως παρεμβαίνοντα, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος» και επαγγελματικό σωματείο με την επωνυμία «….», η επίκληση ότι στην παρούσα εκκρεμή δίκη θα κριθεί ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος με σημαντικές οικονομικές προεκτάσεις, που άπτονται των οικονομικών συμφερόντων των υπέρ ων η πρόσθετη παρέμβαση, των οποίων έχουν αρμοδιότητα να προασπίζονται τα συμφέροντα, καθώς και ότι πολλά από τα μέλη τους βρίσκονται σε δικαστικές διενέξεις με εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, δεν δικαιολογεί δικό τους άμεσο έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης, με την έννοια που εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, αφού η τυχόν έκδοση ευνοϊκής απόφασης για τις αναιρεσείουσες δεν πρόκειται να θίξει ευθέως ίδια δικαιώματα αυτών ή να επηρεάσει νομικά κατά οποιοδήποτε δυσμενή τρόπο τη θέση τους, ώστε να δικαιολογείται η παρέμβασή τους για αποφυγή του κινδύνου αυτού, ούτε, άλλωστε θεμελιώνεται τέτοιο έννομο συμφέρον αυτών από κάποια διάταξη νόμου. Επίσης, δεν θεμελιώνεται έννομο συμφέρον για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης ούτε για την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «….», καθόσον η έκβαση της παρούσας δίκης δεν πρόκειται να θίξει ευθέως τα έννομα συμφέροντά της, ενώ δεν αρκεί το γεγονός ότι στην παρούσα εκκρεμή δίκη πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που μπορεί να ωφελήσει ή να βλάψει και αυτή.

Συνεπώς, οι από 15-12-2022, από 23-12-2022 και από 9-1-2023 πρόσθετες παρεμβάσεις του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος», του επαγγελματικού σωματείου με την επωνυμία «…» και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», αντίστοιχα, είναι απαράδεκτες και πρέπει να απορριφθούν.

Κατά το άρθρο 68 ΚΠολΔ, δικαστική προστασία έχει το δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, ενώ, κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Η νομιμοποίηση των διαδίκων (ενεργητική και παθητική) και το έννομο συμφέρον συνιστούν διακριτές διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης και ουσιαστικές προϋποθέσεις παροχής δικαστικής προστασίας, η συνδρομή αυτών ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης με ελεύθερη απόδειξη, η δε έλλειψή τους συνεπάγεται την απόρριψη της σχετικής αίτησης δικαστικής προστασίας ως απαράδεκτης. Περαιτέρω, από το άρθρο 216 παρ.1 περ. α ΚΠολΔ συνάγεται ότι ως νομιμοποίηση των διαδίκων, νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση τους, δηλαδή για βιοτική σχέση αυτών με άλλο πρόσωπο ή αντικείμενο, η οποία καθορίζεται, κατά κανόνα, ως προς τους φορείς της και το αντικείμενό της, από το ουσιαστικό δίκαιο και έχει ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια δικαίωμα ή υποχρέωση ή δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Την εν λόγω εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμά του ή έννομη σχέση αυτού, έχει, κατά κανόνα ο φορέας της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης κατά το ουσιαστικό δίκαιο, ενώ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ο νόμος παρέχει την εξουσία διεξαγωγής της δίκης σε πρόσωπα, που δεν είναι φορείς της ουσιαστικής έννομης σχέσης (μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι), όπως λχ ο σύνδικος της πτώχευσης, ο εκτελεστής διαθήκης, ο εκκαθαριστής κληρονομίας και ο αναγκαστικός διαχειριστής. Για τη νομιμοποίηση των διαδίκων αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης και η παράθεση στην αγωγή των περιστατικών που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του, ενώ επί αναιρέσεως ο αναιρεσείων για την ενεργητική νομιμοποίηση του ιδίου και την παθητική νομιμοποίηση του αναιρεσίβλητου πρέπει να επικαλεστεί τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 556 και 558 ΚΠολΔ, αντίστοιχα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 556 παρ. 1 ΚΠολΔ, δικαίωμα αναίρεσης έχουν, εφόσον νικήθηκαν ολικά ή εν μέρει στη δίκη που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο ενάγων, ο εναγόμενος, ο εκκαλών, ο εφεσίβλητος, εκείνος που ζητεί την αναψηλάφηση, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η αναψηλάφηση, εκείνοι που είχαν ασκήσει κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, οι προσεπικληθέντες, οι καθολικοί διάδοχοι και οι ειδικοί διάδοχοι, εφόσον απέκτησαν την ιδιότητα αυτή μετά την άσκηση της αγωγής, καθώς και οι εισαγγελείς, μόνο αν ήταν διάδικοι. Από το συνδυασμό της ανωτέρω διάταξης με τη διάταξη του άρθρου 225 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι αναίρεση δύνανται να ασκήσουν αυτοτελώς και παραλλήλως τόσο ο μεταβιβάσας το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα, αρχικός διάδικος, όσο και ο προς ον η μεταβίβαση, εφόσον αυτός έγινε ειδικός διάδοχος μετά την άσκηση της αγωγής, ενώ δικαίωμα αναίρεσης παρέχεται και στον καθολικό διάδοχο του αρχικού διαδίκου και στον οιονεί καθολικό διάδοχο αυτού. Επίσης, από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 577 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο Άρειος Πάγος, κατ’ αρχάς, ερευνά αυτεπαγγέλτως, κατ’ ελεύθερη απόδειξη, τη συνδρομή των προϋποθέσεων του παραδεκτού της αναίρεσης, μεταξύ των οποίων και τη νομιμοποίηση του ασκούντος αυτήν και αν διαπιστωθεί έλλειψη κάποιας διαδικαστικής προϋπόθεσης, την απορρίπτει ως απαράδεκτη. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3156/2003 «Ομολογιακά δάνεια, Τιτλοποίηση απαιτήσεων από ακίνητα κλπ», για τους σκοπούς του νόμου αυτού, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως «ιδιωτική τοποθέτηση» θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. «Μεταβιβάζων», κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και «αποκτών» μόνο νομικό πρόσωπο – ανώνυμη εταιρία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού, σύμφωνα με την ορολογία που έχει επικρατήσει διεθνώς). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και «τιτλοποιεί» τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα, «ομολογίες», ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 € η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου, το οποίο η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό και το διαθέτει σε τρίτους (επενδυτές) και στη συνέχεια με το αντίτιμο των ομολόγων εξοφλεί το τίμημα της αγοράς. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (παρ. 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (παρ. 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης και η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (παρ. 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10-2003 – ΦΕΚ Β’ 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/09-11-2020 – ΦΕΚ Β’ 4944/09-11-2020 – απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε, έως την ίδρυση τους με π.δ/γμα, ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων.

Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μιας τέτοιας μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί, με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως και σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (παρ. 16), η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες, σύμφωνα με το σκοπό του, στον Ευρωπαϊκό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού (απόκτησης) δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διαχειριστή» (παρ. 14). Εξάλλου, με τον ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ», εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι «εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις» (ΕΑΑΔΠ) και οι «εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις» (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενό τους, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 του άνω Ν. 4354/2015. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 β του Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4643/2019, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια, που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, όπως και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, πλην της περίπτωσης δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης, δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3, προς τους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά, ήτοι: αα) Ανώνυμες εταιρίες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), ββ) Εταιρίες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Χώρο, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γγ) Εταιρίες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας, οι οποίες έχουν διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς ή σε μη συνεργάσιμο κράτος.

Συνεπώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4354/2015, στη σύμβαση μεταβίβασης (πώλησης) απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια που έχουν χορηγήσει πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να είναι, ως πωλητές μόνον πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα και ως αγοραστές μόνον ΕΑΑΔΠ (Εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 α του ως άνω Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 4643/2019, η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, καθώς και των απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, εκτός των αναφερόμενων στην περίπτωση δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, ανατίθεται στους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά: ήτοι, αα) σε ανώνυμες εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, υπό την επιφύλαξη της παρ. 20, που εδρεύουν στην Ελλάδα και ββ) σε εταιρίες που εδρεύουν σε κράτος – μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, με την προϋπόθεση ότι έχουν εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, με σκοπό τη διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της Οδηγίας 2013/36 (EEL 176/338/27-6-2013), καθώς και της Οδηγίας 2004/39 (EEL 145/2004) και της περίπτωσης δ’ της παρούσας παραγράφου. Δηλαδή, στη σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ (Εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) και αφετέρου ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Εξάλλου, οι ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα, λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εποπτεύονται, για τη συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου από την Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 1 παρ. 1 περ. α’, όπως το δεύτερο εδάφιο της περ. α’ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 παρ. 1 του Ν. 4549/2018). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα (καθώς και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας) (άρθρο 1 παρ. α’), οι οποίες (απαιτήσεις) μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Περαιτέρω, το άρθρο 2 παρ. 1 – 3 του ν. 4354/2015, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 70 του Ν. 4389/2016, προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (περίπτωση δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της, καθόσον, αφενός μεν εξουσιοδοτών (αναθέτων την διαχείριση) μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις), αφετέρου δε διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον ΕΔΑΔΠ (Εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) που έχει λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος (1 παρ. 1 α’ Ν. 4354/2015). Επίσης, η πώληση και μεταβίβαση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ρυθμίζεται στο άρθρο 3 του Ν. 4354/2015, και μπορεί να γίνει μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) (ή ανάλογη αλλοδαπή εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1 β’ περιπτ. ββ και γγ Ν.4354/2015) και διέπονται (όπως και στις περιπτώσεις της μεταβίβασης απαιτήσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση απαιτήσεων), η μεν πώληση από τις διατάξεις του άρθρου 513 επομ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επομ. ΑΚ (άρθρο 3 παρ. 1). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 4354/2015, η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων προς τις Ε.Δ.Α.Δ.Π (Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις) υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο Ν. 4354/2015) και περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο, τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθμ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 και (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ του ν. 4354/2015, η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή, μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων, που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα δε δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες, λόγω πώλησης, απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Αμφότεροι οι ως άνω νόμοι 3156/2003 και 4354/2015 έχουν παραπλήσιο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής, καθώς και οι δύο καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την μεταβίβαση – πώληση των απαιτήσεων (ειδικά δε στην περίπτωση του Ν. 4354/2015 των τραπεζικών) από τους φορείς τους προς τρίτους, με τη διαφοροποίηση ότι στην περίπτωση του Ν. 3156/2003, μετά την πώληση ακολουθεί το στάδιο τη έκδοσης ομολογιών (της τιτλοποίησης) και ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων αυτών από εταιρείες διαχείρισης, ωστόσο ο Ν. 4354/2015 περιέχει πληρέστερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το καθεστώς λειτουργίας των εταιρειών διαχείρισης, τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού, όσο και στο πεδίο του δικονομικού δικαίου. Όπως προεκτέθηκε, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση σύμφωνα με το ν. 3156/2003, στο άρθρο 10 παρ. 14 αυτού ορίζεται ότι η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται συμβατικά σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, στον ίδιο τον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο – εγγυητή με τις προϋποθέσεις που ειδικότερα ορίζονται σ’ αυτή. Με τη διάταξη αυτή δεν παρέχεται ρητά στην εταιρεία διαχείρισης, η οποία, συμβαλλόμενη με την εταιρεία απόκτησης, αποκτά κατά το ουσιαστικό δίκαιο την εξουσία είσπραξης αλλότριας απαίτησης (ήτοι απαίτησης της εταιρείας απόκτησης), και η δικονομική εξουσία να εγείρει αγωγή και κάθε άλλο ένδικο βοήθημα για την είσπραξή της, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά της, όπως ρητά προβλέπεται τούτο για τις εταιρείες διαχείρισης στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015, δυνάμει της οποίας ο νομοθέτης εξόπλισε τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, στις οποίες ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων, με βάση το νόμο αυτό, και με τη δικονομική εξουσία να ενεργούν, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, στο όνομά τους, το σύνολο των αναγκαίων δικαστικών, αλλά και εξώδικων ενεργειών, προς είσπραξη των υπό την διαχείρισή τους απαιτήσεων. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 εξαιρετική νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης ως μη δικαιούχου διαδίκου, διευκολύνει τις εταιρείες απόκτησης, οι οποίες συνήθως έχουν έδρα στην αλλοδαπή, καθώς απαλλάσσονται από το βάρος της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών και της επιμέλειας της δικαστικής επιδίωξής τους, αφού αυτή ασκείται αποκλειστικά από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (άρθρο 1 στοιχ. γ’ Ν. 4354/2015), χωρίς να βλάπτει τα ουσιαστικά δικαιώματα των δανειοληπτών – καταναλωτών, οι οποίοι ασκούν τα δικαιώματά τους ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων κατά εταιρειών, οι οποίες έχουν λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, που έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και οι οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα και λειτουργούν εντός ενός συγκεκριμένου αυστηρού νομικού καθεστώτος εποπτευόμενες από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ενόψει αυτών είναι ερευνητέο, αν οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 απολαμβάνουν την προβλεπόμενη από το νόμο αυτό εξαιρετική νομιμοποίηση ως μη δικαιούχοι διάδικοι και στην περίπτωση που τους έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων με το καθεστώς του Ν.3156/2003, μολονότι τέτοια νομιμοποίηση δεν θεσπίζεται ρητά με το Ν. 3156/2003. Στην ελληνική έννομη τάξη η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση προϋποθέτει ειδική νομοθετική ρύθμιση, η οποία απονέμει στο πρόσωπο την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, όπως λχ συμβαίνει με το σύνδικο της πτώχευσης, τον εκτελεστή διαθήκης, τον εκκαθαριστή κληρονομίας, τον αναγκαστικό διαχειριστή, τον Εισαγγελέα στη δίκη ακύρωσης του γάμου κλπ. Ωστόσο, η πρόβλεψη μιας περίπτωσης εξαιρετικής νομιμοποίησης από το νομοθέτη δεν απαιτεί πανηγυρική διατύπωση ότι πρόκειται για μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο, εφόσον από την τελολογική ερμηνεία της εφαρμοστέας διάταξης, σύμφωνα με την οποία μεταξύ των περισσοτέρων δυνατών νοημάτων, που καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου πρέπει να αναζητείται εκείνο που επιτυγχάνει την πληρέστερη πραγμάτωση του ρυθμιστικού σκοπού του, δηλαδή την πληρέστερη διασφάλιση της αξιολογικής στάθμισης των εκατέρωθεν συμφερόντων, προκύπτει ότι ο σκοπός του νομοθέτη είναι να εξοπλίσει το πρόσωπο, που νομιμοποιείται προς είσπραξη μιας απαίτησης τρίτου κατά το ουσιαστικό δίκαιο και με τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία για την είσπραξή της διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Προς τούτο συγκλίνει και η αντικειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο ερμηνευτής ενός κανόνα δικαίου αναζητεί το αντικειμενικό νόημα του νόμου, δηλαδή την ενυπάρχουσα στον κανόνα δικαίου λογική, έτσι ώστε αυτός, ενόψει του όλου συστήματος δικαίου, των υφισταμένων συνθηκών και των αντιμαχομένων συμφερόντων και αναγκών να μπορεί να επιτελέσει τον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε. Ο νομοθέτης, στο άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 ρύθμισε ρητά το ειδικό δικονομικό καθεστώς των εταιρειών διαχείρισης, απονέμοντας σ’ αυτές την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Ωστόσο, αυτές οι εταιρείες διαχείρισης υπάγονται σε μια ευρύτερη κατηγορία εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, όπως είναι και εκείνες του Ν. 3156/2003. Ως εκ τούτου η διαφορετική αντιμετώπιση των εταιρειών διαχείρισης του Ν. 3156/2003 από εκείνες του Ν. 4354/2015 θα έχει ως συνέπεια λογική ανακολουθία στο εσωτερικό σύστημα του νόμου. Αυτό, άλλωστε, συνάγεται και από τη συστηματική ερμηνεία των ως άνω κανόνων δικαίου, οι οποίοι παρουσιάζουν νοηματική και λειτουργική συνοχή μεταξύ τους, αφού και οι δύο ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη απαιτήσεων τρίτων. Γι’ αυτό οι ανωτέρω δύο νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους, ανεξαρτήτως αν η απόκτηση των απαιτήσεων από τις εταιρείες ειδικού σκοπού έγινε με τη διαδικασία της τιτλοποίησης και εκχώρησης βάσει του Ν. 3156/2003 ή με τη διαδικασία της πώλησης βάσει του Ν. 4354/2015. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 δ’ του Ν. 4354/2015 ορίζεται ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3156/2003, ενώ και στην αιτιολογική έκθεση αυτού σημειώνεται ότι «παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (Ν. 3156/2003) είτε το θεσμικό πλαίσιο που προκρίνεται με το Ν. 4354/2015). Η προβλεπόμενη με την πιο πάνω διάταξη παράλληλη εφαρμογή των δύο νομοθετημάτων αναφέρεται στη διαδικασία μεταβίβασης των απαιτήσεων και σκοπεύει να διευκολύνει τις συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3156/2003, απαλλάσσοντας τους συμβαλλόμενους από τις επιπλέον προβλεπόμενες ειδικότερες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη μεταβίβαση των απαιτήσεων με βάση το Ν. 4354/2015. Η ως άνω ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, εξυπηρετεί το νομοθετικό σκοπό της διευκόλυνσης της διαχείρισης των απαιτήσεων και επιλύει κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα της δικονομικής υπόστασης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, επιτυγχάνοντας έτσι την αρμονική ένταξη του ερμηνευόμενου Ν. 3154/2003 στο σύστημα, χωρίς η προσέγγιση αυτή να επηρεάζεται από τις διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες θεσπίστηκαν τα ως άνω δύο νομοθετήματα. Η διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του Ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 αυτού, μόνο όταν η μεταβίβαση και ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 και όχι όταν έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003, θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ενότητας και ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδαφ. α’ του Συντάγματος και επιβάλλει τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, η οποία πρέπει να τηρείται, ιδίως όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους, όπως οι προαναφερόμενες διατάξεις. Τέλος, υπέρ της ανωτέρω ερμηνευτικής προσέγγισης ότι ο διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων του Ν. 3156/2003 νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος αποτελεί και η ιστορική καταγωγή του Ν. 3156/2003. Ειδικότερα, η τιτλοποίηση απαιτήσεων προβλέφθηκε για πρώτη φορά στην ελληνική νομοθεσία με το άρθρο 14 του Ν. 2801/2000 και αφορούσε την τιτλοποίηση απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, στη συνέχεια δε, ο θεσμός αυτός επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα με τη θέσπιση του Ν. 3156/2003. Με την παρ. 13 του άρθρου 14 του άνω Ν. 2801/2000 ορίστηκε ότι η είσπραξη των εκχωρούμενων απαιτήσεων συνεχίζει να γίνεται από το Ελληνικό Δημόσιο στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, για την είσπραξη δημόσιων εσόδων και με όλα τα διαδικαστικά προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου, σαν να μην είχε λάβει χώρα εκχώρηση ή μεταβίβαση των σχετικών απαιτήσεων, οι δε προβλεπόμενες επί των εσόδων κρατήσεις και δικαιώματα υπέρ τρίτων αποδίδονται στους δικαιούχους τους, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Ο εκδοχέας των απαιτήσεων δεν νομιμοποιείται να παρέμβει ή να συμμετάσχει κατά οποιονδήποτε τρόπο στις σχετικές διαδικασίες. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται κατ` αναλογία και όταν πρόκειται για εκχώρηση απαιτήσεων ΝΠΔΔ.

Συνεπώς, με βάση τον ως άνω νόμο, που προηγήθηκε του Ν. 3156/2003, το Ελληνικό Δημόσιο ως διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων έχει την αποκλειστική εξουσία να ενεργεί στο όνομά του ως μη δικαιούχος διάδικος όλες τις αναγκαίες ενέργειες και διαδικασίες για την είσπραξη των εκχωρημένων ή μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, ενώ ο εκδοχέας των απαιτήσεων στερείται νομιμοποίησης. Η υποστηριζόμενη άποψη ότι οι εταιρείες διαχείρισης νομιμοποιούνται ως μη δικαιούχοι διάδικοι μόνο όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης σ’ αυτές γίνεται με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, λόγω του ότι προβλέπεται διαφορετική φορολογική μεταχείριση των εταιρειών διαχείρισης στους δύο νόμους, καθώς ο Ν. 3156/2003 θέτει τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις υπό καθεστώς φορολογικής ατέλειας, ενώ οι μεταβιβάσεις που γίνονται με βάση το Ν. 4354/2015 υπόκεινται σε φορολογία, δεν μπορεί να στηρίξει πειστικά αυτή τη διαφορετική άποψη. Επίσης, το επιχείρημα υπέρ της ίδιας ως άνω άποψης, λόγω του ότι ο Ν. 4354/2015 θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πώληση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των καταναλωτών την προηγούμενη πρόσκληση του συνεργάσιμου δανειολήπτη και του εγγυητή για να διακανονίσουν τις οφειλές τους (άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4354/2015), ενώ ο Ν. 3156/2003 δεν περιλαμβάνει τέτοια πρόβλεψη, είναι ατελέσφορο, διότι η τήρηση αυτής της προϋπόθεσης δεν απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις, αφού εξαιρούνται από την προϋπόθεση αυτή απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων (άρθρο 3 παρ. 2 εδαφ. β Ν. 4354/2015). Αντιθέτως, εννέα μέλη του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα οι Αρεοπαγίτες Κωστούλα Πρίγγουρη, Ελένη Μπερτσιά, Παρασκευή Τσούμαρη, Παναγιώτης Βενιζελέας, Κωνσταντίνα Νάκου, Μαρία Χασιρτζόγλου, Ευτύχιος Νικόπουλος, Χρυσούλα Πλατιά και Βαρβάρα Πάπαρη είχαν την ακόλουθη γνώμη: δεν είναι επιτρεπτή η παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των νόμων 4354/2015 και 3156/2003, ώστε οι Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) του Ν. 4354/2015 να διαθέτουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 § 4 του νόμου αυτού, έχοντας και τη δυνατότητα άσκησης διαδικαστικών εν γένει πράξεων, όχι μόνον όταν η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ανωτέρω Ν. 4354/2015, αλλά και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η αντίστοιχη ανάθεση της διαχείρισης γίνεται με βάση τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, για τους ακόλουθους λόγους: Επειδή η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των διαδίκων διασπά τον θεμελιώδη δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίον συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο το υποκείμενο της επίδικης έννομη σχέσεως και ο νομιμοποιούμενος προς διεξαγωγή της δίκης, αυτή είναι επιτρεπτή μόνο στις κατά νόμο αναγνωριζόμενες περιπτώσεις, οι οποίες δεν μπορούν να γενικευθούν με συμφωνία των μερών, ούτε να επεκταθούν, βάσει αναλογικής εφαρμογής ή ερμηνείας, γι’ αυτό και η ερμηνεία των σχετικών διατάξεων οφείλει να είναι «αυστηρή». Τούτο σημαίνει ότι η ένταξη μιας περιπτώσεως στην κατηγορία του μη δικαιούχου η μη υπόχρεου διαδίκου πρέπει να στηρίζεται σε ρητή νομοθετική βούληση, δηλαδή σε συγκεκριμένες διατάξεις νόμου -και οπωσδήποτε όχι στην ιδιωτική αυτονομία- με την έννοια ότι απαιτείται από τις εν λόγω διατάξεις να προκύπτει άμεσα ότι πρόκειται για δικαστική άσκηση, στο όνομα ενός προσώπου, δικαιώματος που ανήκει σε άλλο πρόσωπο, δηλαδή σε άλλο φορέα, χωρίς βεβαίως να απαιτείται να διατυπώνεται η εξαιρετική νομιμοποίηση κατά τρόπο πανηγυρικό. Λόγω της αυστηρότητας της ρύθμισης, οφειλομένης στο γεγονός ότι επί εξαιρετικής αποκλειστικής νομιμοποίησης αποξενώνεται από τη δυνατότητα διεξαγωγής της δίκης ο αληθής δικαιούχος ή υπόχρεος, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής του δικαιώματος ακροάσεως, η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων ουδέποτε κατέφυγε σε συνδυαστική εφαρμογή διατάξεων και σε αναλογική ή συμπληρωματική ή τελολογική ερμηνεία τους, για να αποδώσει εξουσία διεξαγωγής δίκης σε πρόσωπο ξένο προς το φορέα του δικαιώματος, όταν αυτό δεν προβλέπεται ρητά από συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού ή του δικονομικού δικαίου. Περαιτέρω με το άρθρο 10 Ν. 3156/2003 εισήχθη στην Ελλάδα ο θεσμός της τιτλοποίησης απαιτήσεων, δηλαδή η ομαδοποίηση απαιτήσεων ή στοιχείων του ενεργητικού μιας επιχείρησης σε κοινό χαρτοφυλάκιο αναφοράς και η μεταβίβασή τους, λόγω πώλησης, με έγγραφη σύμβαση, σε εταιρεία ειδικού σκοπού, η οποία εξασφαλίζει το τίμημα της αγοράς τους με έκδοση και διάθεση ομολογιών με ιδιωτική τοποθέτηση, δηλαδή σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν υπερβαίνει τα 150. Στη σύμβαση πώλησης αυτή μεταβιβάζων μπορεί να είναι οποιοσδήποτε έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και αποκτών μόνο νομικό πρόσωπο (εταιρία ειδικού σκοπού) με αποκλειστικό σκοπό την κτήση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους σύμφωνα με το ως άνω νόμο (άρθρο 10 παρ. 2).Ο νόμος αυτός θεσπίστηκε λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, σε εποχή μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης, με σκοπό την, επ’ ωφελεία της Εθνικής Οικονομίας, α) άμεση και με χαμηλό κόστος χρηματοδότηση των φερέγγυων ελληνικών επιχειρήσεων, που είχαν απαιτήσεις κατά τρίτων, με το τίμημα που θα εισέπρατταν αυτές από τη μεταβίβαση των απαιτήσεών τους, αφού η αξία των λογιστικών απαιτήσεών τους μετατρεπόταν σε άμεσα διαθέσιμα κεφάλαια, αλλά και β) τη δημιουργία μιας δευτερογενούς αγοράς ομολόγων, από την οποία θα αποκόμιζε κέρδος και η αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού και οι ομολογιούχοι επενδυτές. Με τις παραγράφους 8, 9 και 10 του ανωτέρω άρθρου, κατά παρέκκλιση των προβλεπομένων στη σύμβαση εκχώρησης, ορίστηκε ότι από την καταχώριση της σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 επέρχεται η μεταβίβασή τους, ενώ η καταχώριση αυτή επέχει και θέση αναγγελίας στον οφειλέτη, με την παράγραφο 14 του ιδίου άρθρου ορίστηκε ότι, με έγγραφη σύμβαση, μπορεί να ανατίθεται περαιτέρω «η είσπραξη και εν γένει διαχείριση» των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα τις απαιτήσεις ή και σε τρίτο, ενώ με την παρ. 16 ορίστηκε ότι και η συμφωνία αυτή πρέπει να σημειώνεται στο ανωτέρω δημόσιο βιβλίο. Όπως προκύπτει από τη σαφή γραμματική διατύπωση της ανωτέρω παραγράφου 14, ο νόμος, αφ’ ενός μεν ορίζει την ανάθεση της διαχείρισης ως δυνητική και όχι ως υποχρεωτική, αφ’ ετέρου δε δεν απονέμει στην εταιρεία διαχείρισης, που θα ορισθεί, την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική διατύπωση, δηλαδή δεν της απονέμει κατ’ εξαίρεση ενεργητική νομιμοποίηση να ασκεί αγωγές και λοιπά ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας ειδικού σκοπού, που έχει αποκτήσει τις απαιτήσεις, αλλά, στα πλαίσια σύμβασης εντολής, με εξουσία άμεσης αντιπροσώπευσης της εταιρείας αυτής, ρυθμίζει το πλαίσιο εκτελέσεως εξωδίκων διαχειριστικών (υλικών και νομικών) πράξεων και ιδίως την είσπραξη των απαιτήσεων. Η απουσία ρύθμισης, η οποία θα επέτρεπε στον διαχειριστή των απαιτήσεων να διαθέτει, πέραν της εξουσίας είσπραξης αυτών κατά το ουσιαστικό δίκαιο, και τη δικονομική εξουσία για κάταρξη και διεξαγωγή δίκης στο όνομα του εξουσιοδοτηθέντος για τις αλλότριες απαιτήσεις, αποτέλεσε προϊόν εμπρόθετης επιλογής του νομοθέτη, αφού ο μηχανισμός της τιτλοποίησης, που αφορά στη διαχείριση χρηματορροών, υπαγορεύει και τον ήπιο χαρακτήρα που προσλαμβάνει η εντός του πλαισίου του Ν. 3156/2003 διαχείριση των οικείων απαιτήσεων. Η σαφής αυτή βούληση του νομοθέτη προκύπτει: α) εμμέσως και από τις παραγράφους 15 και 17 του ιδίου άρθρου 10 Ν. 3156/2003, που ρυθμίζουν μόνο τα της είσπραξης των απαιτήσεων από την εταιρεία διαχείρισης, ορίζοντας την υποχρέωσή της να καταθέτει αμέσως τα εισπραττόμενα σε χωριστό λογαριασμό και να τα διαθέτει για την εξόφληση των εκδιδόμενων ομολογιών και για τις λειτουργικές ανάγκες της εταιρείας ειδικού σκοπού και β) κατ’ αντιδιαστολή από το άρθρο 4 παρ. 6 του ιδίου νόμου, όπου, για άλλο ρυθμιζόμενο με τον νόμο αυτό ζήτημα, ορίζεται ρητά ότι ο εκπρόσωπος των ομολογιούχων τους εκπροσωπεί δικαστικώς και εξωδίκως και συνεπώς, εάν ήθελε ο νόμος να υπάρχει η δικαστική αυτή εκπροσώπηση και στις δυνητικά οριζόμενες εταιρείες διαχείρισης του άρθρου 10 παρ. 14 του νόμου αυτού, θα το είχε ορίσει ρητά. Τα ανωτέρω έγιναν δεκτά και δεν αμφισβητήθηκαν για δεκαπέντε σχεδόν έτη, αφού ποτέ οι εταιρείες διαχείρισης των τιτλοποιημένων απαιτήσεων δεν διεκδίκησαν την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, περιορισθείσες μόνο στα ανωτέρω εξώδικα καθήκοντά τους. Περαιτέρω σε εκτέλεση του Τρίτου Μνημονίου, που συνήψε η Ελλάδα με τους δανειστές της τον Αύγουστο του 2015, ψηφίστηκε ο Ν. 4354/2015 «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κ.λπ.», με σκοπό, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική του έκθεση, αφ’ ενός μεν να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που έχει σοβαρές επιπτώσεις στη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, αφ’ ετέρου δε να διευκολύνει τους οφειλέτες των δανείων, που «φθάνουν στα όρια της απόγνωσης», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, να δεχθούν ευνοϊκή πρόταση ρύθμισης των οφειλών τους, που δεν θα εκθέσει τον εκπρόσωπο του πιστωτικού ιδρύματος σε κίνδυνο κατηγορίας για απιστία, ενώ ρητά ορίζεται στην αιτιολογική έκθεση ότι «θεσπίζεται καθεστώς αυστηρής εποπτείας των εταιρειών διαχείρισης και μεταβίβασης των απαιτήσεων και η υποχρέωσή τους να τηρούν τον Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών, ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν θα χειροτερεύσει η νομική και πραγματική θέση του οφειλέτη». Τα εταιρικά σχήματα που θεσπίζονται με τον νόμο αυτό, δηλαδή οι Εταιρείες Απόκτησης (ΕΑΑΔΠ) και οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ), υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και ως προς το περιεχόμενό τους, ρητά δε ορίστηκε ότι τα δικαιώματα, που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις, δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των ΕΔΑΔΠ, οι οποίες ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις Εταιρείες Απόκτησης Απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις (άρθρο 1 παρ. 1γ’). Τέλος στις Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων (ΕΔΑΔΠ), σε αντιστοίχιση με τα διευρυμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, με ρητή νομοθετική διάταξη (άρθρο 2 παρ. 4) απονεμήθηκε η κατ’ εξαίρεση ενεργητική νομιμοποίηση να ενεργούν ως μη δικαιούχοι διάδικοι και ορίστηκε ότι, εφ’ όσον μετάσχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δεδικασμένο ισχύει υπέρ και κατά του δικαιούχου της απαίτησης. Στον ανωτέρω νόμο, του οποίου η εφαρμογή μετά την τροποποίησή του με τον Ν. 4389/2016, επεκτάθηκε και στα εξυπηρετούμενα δάνεια, ρητά ορίστηκε (άρθρο 1 παρ. 1δ’) ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων (μεταξύ άλλων) και του Ν. 3156/2003, η δε παράγραφος αυτή δεν τροποποιήθηκε κατά τις αλλεπάλληλες νομοθετικές μεταβολές, που έγιναν στον Ν.4354/2015, γεγονός το οποίο καταδεικνύει τη σαφή νομοθετική βούληση να εξακολουθήσει να εφαρμόζεται, παράλληλα προς τον νόμο αυτό και το άρθρο 10 Ν. 3156/2003. Ο νόμος 4354/2015 ουσιαστικά δεν εφαρμόσθηκε, αφού τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα, αξιοποιώντας την νομική δυνατότητα, που τους δόθηκε, με τη διατήρηση σε ισχύ του Ν. 3156/2003, α) για να αποφύγουν τις αυστηρές ρυθμίσεις του Ν. 4354/2015, που έχουν θεσπισθεί προς προστασία των δανειοληπτών και ιδίως τη θεσπιζόμενη με τον νόμο αυτό (άρθρο 3 παρ. 2) ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη νομιμότητα της πώλησης μη εξυπηρετούμενων δανείων καταναλωτών, προηγούμενη πρόσκληση των συνεργάσιμων δανειολήπτη και εγγυητή να διακανονίσουν την οφειλή τους, βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής, και β) για να επωφεληθούν από τη φορολογική ατέλεια του Ν. 3156/2003 (άρθρο 14 παρ. 1), που προβλέπει ότι «η έκδοση ομολογιακού δανείου του νόμου αυτού, η παροχή κάθε είδους ασφαλειών, όλες οι συμβάσεις που προβλέπονται στο νόμο, καθώς και κάθε σχετική ή παρεπόμενη σύμβαση ή πράξη και η καταχώριση αυτών σε δημόσια βιβλία, όπου απαιτείται, οι προσωρινοί και οριστικοί τίτλοι ομολογιών, η διάθεση και κυκλοφορία αυτών, η εξόφληση του κεφαλαίου από ομολογίες και από επιχειρηματικές απαιτήσεις, που τις καλύπτουν και εν γένει η άσκηση δικαιωμάτων, που απορρέουν από ομολογίες, που εκδίδονται σύμφωνα με το νόμο αυτόν και από επιχειρηματικές απαιτήσεις, που τις καλύπτουν, η μεταβίβαση ομολογιών εντός ή εκτός οργανωμένης αγοράς ή χρηματιστηρίου απαλλάσσονται από κάθε άμεσο ή έμμεσο φόρο, περιλαμβανόμενου και του φόρου υπεραξίας, τέλος, ανταποδοτικό ή μη, τέλος χαρτοσήμου, εισφορά, εισφορά του ν. 128/1975, προμήθεια, δικαίωμα ή άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, με την επιφύλαξη των διατάξεων που αφορούν το Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών», και να μην καταβάλουν έτσι τους αναλογούντες φόρους, που θα κατέβαλαν, αν οι μεταβιβάσεις γίνονταν κατά τον Ν. 4354/2015, επέλεξαν, όπως τους παρασχέθηκε το σχετικό δικαίωμα, να μεταβιβάσουν τις κατά των δανειοληπτών απαιτήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3156/2003. Η επωφελής αυτή για τα συμφέροντά τους επιλογή των Τραπεζών έχει ως αυτόθροη συνέπεια και την επιλογή από αυτές της εφαρμογής για, τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις των ειδικών διατάξεων του άρθρου 10 Ν. 3156/2003, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ανωτέρω διάταξη της παρ. 14, που προβλέπει τη δυνητική (και όχι υποχρεωτική όπως προβλέπει ο Ν. 4354/2015) ανάθεση της είσπραξης και εν γένει εξώδικης διαχείρισης των απαιτήσεων που μεταβιβάζονται σε εταιρεία διαχείρισης, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν έχει κατά τη διάταξη αυτή και την εξουσία της κατ’ εξαίρεση ενεργητικής νομιμοποίησης ως μη δικαιούχος διάδικος. Το συμπέρασμα αυτό δεν διαφοροποιείται, εάν η αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού του άρθρου 10 Ν. 3156/2003 επιλέξει περαιτέρω επιτρεπτώς να αναθέσει τη διαχείριση των απαιτήσεων, που μεταβιβάστηκαν κατά το άρθρο 10 του Ν. 3156/2003 σε εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων (ΕΔΑΔΠ) του Ν. 4354/2015 και όχι σε άλλη εταιρεία διαχείρισης, για τους ακόλουθους λόγους: α) Η κατ’ εξαίρεση του κανόνα ενεργητική νομιμοποίηση της ΕΔΑΔΠ ως μη δικαιούχου διαδίκου έγινε με τον Ν. 4354/2015 για τις απαιτήσεις που μεταβιβάστηκαν και που αντίστοιχα ανατέθηκε η διαχείρισή τους με τον νόμο αυτό και μόνο, υπό τις αυστηρές και ειδικές προϋποθέσεις, που αυτός προβλέπει και όχι για κάθε περίπτωση μεταβίβασης απαιτήσεων. Αυτό συνάγεται και από την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4389/2016 (που αντικατέστησε διατάξεις του Ν. 4354/2015), στην οποία αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι: «παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (ν. 3156/2003) όπου επιτρέπεται και η τιτλοποίηση απαιτήσεων που εξυπηρετούνται, είτε το θεσμικό πλαίσιο που προκρίνεται με το παρόν σχέδιο νόμου». Έτσι αναδεικνύεται η σαφής βούληση του νομοθέτη περί παροχής στα πιστωτικά ιδρύματα της δυνατότητας εφαρμογής του «θεσμικού πλαισίου» μόνον ενός εκ των δύο ως άνω νόμων, ως ενιαίου νομοθετικού καθεστώτος, αφού η επιλογή από το νομοθέτη της χρήσης του διαζευκτικού συνδέσμου «είτε», επιβεβαιώνει τη νομοθετική στόχευση περί αποκλεισμού σωρευτικής ή επιλεκτικής εφαρμογής των ειδικότερων ρυθμίσεων των δύο νομοθετημάτων, β) Ο Ν. 3156/2003 περιέχει ειδικές ρυθμίσεις, με στόχευση τους ανωτέρω αναπτυξιακούς της Εθνικής Οικονομίας σκοπούς, οι οποίες ρυθμίσεις, κατά την σαφή βούληση του νομοθέτη, επειδή αποβλέπουν σε διαφορετικό από τον ανωτέρω σκοπό των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015, παρέμειναν σε ισχύ και μετά τον Ν. 4354/2015 και δεν τροποποιήθηκαν ή καταργήθηκαν με αυτόν και συνεπώς, αφού η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν.3156/2003, η οποία είναι ερμηνευτέα στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν έχει κενό, όπως προαναφέρθηκε και δεν χορηγεί στην εταιρεία διαχείρισης της παραγράφου αυτής εξουσία κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης, συνάγεται ότι ούτε οι ΕΔΑΔΠ που αναλαμβάνουν την είσπραξη των απαιτήσεων κατά το άρθρο αυτό έχουν τέτοια εξουσία. γ) Συμπλήρωση της παρ. 14 του άρθρου 10 Ν.3156/2003 με τον Ν. 4354/2015, με την «εμφύτευση» στον νόμο Ν. 3156/2003, από όλες τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, επιλεκτικά και μόνο της διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, που προβλέπει την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση ως μη δικαιούχων διαδίκων των ΕΔΑΔΠ δεν είναι δυνατή, γιατί οι δύο νόμοι είναι ειδικοί νόμοι, με τον δικό του σκοπό θέσπισης και με τις δικές του προϋποθέσεις και διαδικασία ο καθένας, οι οποίοι συνεπώς εφαρμόζονται παράλληλα αλληλοαποκλειόμενοι, και η επιλεκτική χρησιμοποίηση στοιχείων του ενός νόμου στον άλλο νόμο, με βάση κριτήρια σκοπιμότητας, ουσιαστικά δημιουργεί έναν τρίτο νόμο, που πρέπει να εφαρμοσθεί, ενέργεια όμως, που δεν είναι έργο του δικαστή ως εφαρμοστή του δικαίου, αλλά της νομοθετικής εξουσίας, η οποία, ωστόσο, δεν έχει επιλέξει έως τώρα να το πράξει, παρά την έκδοση αντίθετων αποφάσεων για το εριζόμενο αυτό ζήτημα, τόσο από τα δικαστήρια της ουσίας, όσο και από τον Άρειο Πάγο. Άλλωστε, οι ρυθμίσεις του Ν. 3156/2003 αναφορικά με το εύρος των εξουσιών του διαχειριστή του νόμου αυτού εντάσσονται σε ένα πλέγμα διατάξεων με εσωτερική συνοχή και αλληλουχία, έτσι ώστε η αποκοπή και η επιλεκτική ένταξη σ’ αυτό διατάξεων άλλου νομοθετήματος να αίρει τη συνοχή του πρώτου, που είναι απαραίτητη για τη συνεπή εφαρμογή του. Επίσης ούτε από την συστηματική ερμηνεία των διατάξεων των δύο νόμων είναι δυνατή η συμπληρωματική ή αναλογική εφαρμογή διατάξεων του ενός νόμου στον άλλο νόμο, γιατί οι δύο αυτοί ειδικοί νόμοι, το μόνο κοινό στοιχείο που έχουν είναι ότι αφορούν σε μεταβίβαση απαιτήσεων, χωρίς όμως να υπάγονται σε ένα υπέρτερο «κοινό σύστημα», που περιλαμβάνει γενικό πλαίσιο διατάξεων, από την ερμηνεία των οποίων καθίσταται δυνατή η συμπληρωματική ή αναλογική αυτή εφαρμογή. Η αντίθετη άποψη ουσιαστικά επιτρέπει στις εταιρείες ειδικού σκοπού, που αποκτούν απαιτήσεις κατά τον Ν. 3156/2003, επιλέγοντας να αναθέσουν τη διαχείριση των μεταβιβαζόμενων με τον Νόμο αυτό απαιτήσεων, όχι σε άλλη εταιρεία διαχείρισης, αλλά σε ΕΔΑΔΠ, να «απονείμουν» με τη σύμβαση αυτή, που καταρτίζουν με την ΕΔΑΔΠ, εξαιρετική νομιμοποίηση στην ΕΔΑΔΠ, για διαχείριση τιτλοποιημένων απαιτήσεων του Ν.3156/2003, ενώ τέτοια συμβατική χορήγηση κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης δεν είναι επιτρεπτή, όπως προαναφέρθηκε. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι η παροχή δυνατότητας επιλεκτικής χρησιμοποίησης στοιχείων του ενός νόμου στον άλλο νόμο μπορεί, με βλάβη της ασφάλειας δικαίου, να δημιουργήσει πολλά περαιτέρω προβλήματα κατά την ερμηνεία και εφαρμογή τους. Έτσι π.χ. θα μπορούσε ο συνεργάσιμος δανειολήπτης και εγγυητής απαιτήσεως, που μεταβιβάσθηκε κατά τον Ν. 3156/2003, να προβάλλει αντιρρήσεις κατά της επισπευδόμενης σε βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης, γιατί δεν τηρήθηκαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν.4354/2015 της εξώδικης πρόσκλησης να διακανονίσει τις οφειλές του βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης, ισχυριζόμενος ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται συμπληρωματικά και στην μεταβίβαση απαιτήσεων κατά τον Ν. 3156/2003. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, από τη γραμματική, ιστορική και τελολογική ερμηνεία της παρ. 14 του άρθρου 10 Ν. 3156/2003 και από την συστηματική ερμηνεία της σε σχέση με τις διατάξεις του Ν.4354/2015 συνάγεται ότι οι εταιρείες που αναλαμβάνουν την είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιούμενων με το άρθρο 10 Ν.3156/2003 απαιτήσεων, δεν αποκτούν κατά τη διάταξη αυτή και εξουσία κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης να διεξάγουν δίκες ως μη δικαιούχοι διάδικοι για την αποκτήσασα τις απαιτήσεις εταιρεία ειδικού σκοπού, το ίδιο δε ισχύει και όταν η αναλαμβάνουσα τη διαχείριση εταιρεία είναι ΕΔΑΔΠ του Ν.4354/2015, γιατί την εξαιρετική ενεργητική νομιμοποίηση στις ΕΔΑΔΠ ο Ν.4354/2015 τη χορηγεί μόνο αν η μεταβίβαση και η αντίστοιχη ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων έγινε με τον Νόμο αυτό, και η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στον Ν.3156/2003, στον οποίο υπάρχει η ανωτέρω ειδική διάταξη, δεν είναι επιτρεπτή δε η συμπλήρωση ή η ερμηνεία της διάταξης αυτής με προσφυγή στον Ν.4354/2015, αφ’ ενός μεν γιατί δεν υπάρχει κενό προς συμπλήρωση και αφ’ ετέρου, σε κάθε περίπτωση, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η συμπληρωματική ή αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των δύο νόμων, δεδομένου ότι αυτοί είναι ειδικοί νόμοι με διαφορετικό σκοπό, που ρυθμίζουν διαφορετικά αντικείμενα με διαφορετικές προϋποθέσεις και διαδικασία ο καθένας, χωρίς ο ένας να έχει ευρύτερο περιεχόμενο του άλλου και χωρίς να είναι μέρη ενός υπέρτερου πλαισίου γενικών διατάξεων, από την ερμηνεία του οποίου θα κρινόταν ως επιτρεπτή η συμπλήρωση αυτή.

Στην προκείμενη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα εξής: Επί της από 25-7-2016 αγωγής της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ergasias Ανώνυμη Εταιρεία» κατά των ήδη αναιρεσίβλητων, με την οποία, αφού επικαλέστηκε ότι είναι δανείστρια των δύο πρώτων αναιρεσίβλητων από συμβάσεις πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και κάλυψης κοινού ομολογιακού δανείου και ότι αυτοί (αναιρεσίβλητοι) μεταβίβασαν το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων στους υπόλοιπους αναιρεσίβλητους, ζήτησε, κατά την επικουρική βάση της αγωγής, να απαγγελθεί η διάρρηξη των συμβάσεων μεταβίβασης ως καταδολιευτικών, η οποία έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν με την με αριθμό 2871/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατόπιν, δε, άσκησης της από 25-1-2018 έφεσης των αναιρεσίβλητων εκδόθηκε η με αριθμό 2868/9-4-2020 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία η έφεση έγινε κατ’ ουσίαν δεκτή και ακολούθως η αγωγή απορρίφθηκε κατά την επικουρική βάση της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Μετά την έκδοση της πιο πάνω απόφασης, η αρχική διάδικος εταιρεία με την επωνυμία «Τράπεζα …» με την με αριθμό 152/24-6-2019 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων (περίληψη της οποίας καταχωρίστηκε αυθημερόν στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, στον τόμο 10 με αυξ. αριθ. 186) μεταβίβασε προς την εδρεύουσα στο Δουβλίνο Ιρλανδίας αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «….», επιχειρηματικές απαιτήσεις, μεταξύ των οποίων και την ένδικη απαίτηση, λόγω πώλησης με τιτλοποίηση αυτών των απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003. Ακολούθως, η ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού δυνάμει της με αριθμό 153/24-6-2019 σύμβασης διαχείρισης, η οποία καταχωρίστηκε στα ίδια ως άνω δημόσια βιβλία, στον τόμο 10 με αύξ. αριθ. 187, ανέθεσε τη διαχείριση των απαιτήσεων που της μεταβιβάστηκαν στην μεταβιβάσασα Τράπεζα. Στη συνέχεια, με την με αριθ. πρωτ. 31847/203-2020 απόφαση του Τμήματος Ασφαλιστικών ΑΕ και Χρηματοδοτικών Ιδρυμάτων της Δ/νσης Εταιρειών Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, η οποία καταχωρίστηκε στο Γ.Ε.ΜΗ στις 20-3-2020 με αριθμό 2107384, εγκρίθηκε η διάσπαση με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας της αρχικής διαδίκου Τράπεζας με σύσταση νέας εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα …. Ανώνυμη Εταιρεία» (ήδη πρώτη αναιρεσείουσα), η οποία συστήθηκε με την με αριθμό 6612/13-3-2020 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Μαυρουδή. Με τον τρόπο αυτό η πρώτη αναιρεσείουσα υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα της αρχικής διαδίκου Τράπεζας ως καθολική διάδοχος αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 Ν. 2515/1997, καθώς και 57 και 70 Ν. 4601/2019. Κατόπιν αυτής της μεταβολής η εταιρεία ειδικού σκοπού «….» με την από 30-3-2020 σύμβαση διαχείρισης, περίληψη της οποίας καταχωρίστηκε στα ως άνω δημόσια βιβλία στις 29-4-2020, στον τόμο 11, με αύξ. αριθ. 103, ανέθεσε τη διαχείριση των απαιτήσεων στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Eurobank FPS ΑΕ Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, η οποία έχει λάβει άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, δυνάμει της 220/1/13-3-2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ Β αριθ. 880/16-3-2017) και η οποία, με την από 5-6-2020 απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της, άλλαξε την επωνυμία της σε «Do Value Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» (ήδη δεύτερη αναιρεσείουσα). Ενόψει των ανωτέρω, σύμφωνα με γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, η δεύτερη αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…., στην οποία, δυνάμει της προαναφερόμενης σύμβασης διαχείρισης ανατέθηκε από την εταιρεία απόκτησης «….» η διαχείριση της επίδικης απαίτησης, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 4 του Ν. 3156/2003, δικαιούται να ασκήσει, κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενη ως μη δικαιούχος διάδικος, κάθε ένδικο βοήθημα, που κατατείνει στην είσπραξη της ένδικης υπό διαχείριση απαίτησης, συνεπώς και την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά της με αριθμό 2868/2020 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αποφαίνεται ότι κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π) έχουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις από 15-12-2022, 23-12-2022 και 9-1-2023 πρόσθετες παρεμβάσεις του νομικού προσώπου δημοσίου με την επωνυμία «Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος», του επαγγελματικού σωματείου με την επωνυμία «…» και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», αντίστοιχα.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Φεβρουαρίου 2023.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 16 Φεβρουαρίου 2023.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΠΗΓΗ in.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου