Παρά την ισχυρή ανάπτυξη του ελληνικού ΑΕΠ κατά 2,1% το πρώτο τρίμηνο, χρήσιμα συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν σχετικά με τα δυνατά αλλά και τα αδύνατα σημεία της οικονομίας και του παραγωγικού μοντέλου, όπως πηγάζουν από τις ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ για τους τριμηνιαίους εθνικούς λογαριασμούς και για τις εμπορικές συναλλαγές της χώρας.
Έτσι, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η ανάπτυξη που κατέγραψε η χώρα στο πρώτο τρίμηνο, υπεραπέδωσε για άλλη μία φορά έναντι των υπολοίπων κρατών μελών της Ευρωζώνης, με ρυθμό επέκτασης του ΑΕΠ στο 2,1%.
Ένας από τους βασικούς συντελεστές που ώθησε τους αναπτυξιακούς δείκτες υψηλότερα ήταν η τελική καταναλωτική δαπάνη η οποία σημείωσε αύξηση 1,1% σε σχέση με το 1ο τρίμηνο του 2023.
Ένα στοιχείο, το οποίο αποτυπώνεται και στην ανακοίνωση της Στατιστικής Υπηρεσίας για το εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας, καθώς προκύπτει σημαντική αύξηση των εισαγωγών που οδηγεί το εμπορικό έλλειμμα της χώρας στα… 11 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του έτους.
Πιο αναλυτικά, σε ετήσια βάση στο τρίμηνο Ιανουαρίου – Απριλίου 2024, οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 6%, την ίδια στιγμή που οι εισαγωγές ενισχύθηκαν κατά 1,4%. Αποτέλεσμα, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου να «εκτιναχθεί» κατά 15,1%!
Το αποταμιευτικό και το επενδυτικό κενό
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι παρά τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί, η Ελλάδα χωλαίνει ακόμα σοβαρά στο κομμάτι της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας, αναδεικνύοντας σε κομβικής σημασίας τον στόχο της, πολυσυζητημένης, αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου.
Ένας στόχος που απαιτεί την επιτάχυνση των επενδύσεων και δη, των παραγωγικών, εκείνων που έχουν να προσφέρουν στην οικονομία προστιθέμενη αξία.
Παρά το γεγονός, λοιπόν, πως οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατοικίες) αυξήθηκαν κατά 2,9% αποτελώντας επίσης έναν ισχυρό παράγοντα της ανάπτυξης 2,1% στο πρώτο τρίμηνο, η αύξηση αυτή των επενδύσεων δεν «μεταφράζεται» σε αύξηση παραγωγής εξαγώγιμων προϊόντων που θα είχε ως συνέπεια την βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Έτσι, η ελληνική οικονομία καταλήγει να εισάγει περισσότερο απ’ ότι εξάγει, να καταναλώνει περισσότερο απ’ ότι παράγει… Συνθήκη που υπονομεύει τις προσπάθειες για μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Από την άλλη, η ενίσχυση της κατανάλωσης έχει και μία άλλη, παράπλευρη, αναπτυξιακή συνέπεια, καθώς ό,τι καταναλώνεται δεν… αποταμιεύεται. Το γεγονός έχει αναδείξει εκτενώς ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ), κ. Γιάννης Στουρνάρας, κάνοντας λόγο για την ανάγκη αύξησης των ποσοστών αποταμίευσης των νοικοκυριών κατά σχεδόν 20 δισ. ευρώ, έτσι ώστε με αυτά να χρηματοδοτηθούν περαιτέρω οι αναγκαίες για την ελληνική οικονομία επενδύσεις, χωρίς να επιβαρύνεται δημοσιονομικά η χώρα λαμβάνοντας εξωτερική χρηματοδότηση.
Όπως εξηγεί ο κ. Στουρνάρας, η ασθενική εθνική αποταμίευση ενισχύει το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών καθώς οδηγεί σε μαζικές εισαγωγές και δεν χρηματοδοτεί την ανάπτυξη της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας, αλλά και το δημοσιονομικό έλλειμμα εξαιτίας της κάλυψης των εγχώριων αναγκών με «ξένους» πόρους, δηλαδή καλλιεργείται μία «συνταγή» που αν δεν αντιμετωπιστεί μακροπρόθεσμα «μυρίζει» χρεοκοπία…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου