ΥΠΟΘΕΤΙΚΟ ΣΕΝΑΡΙΟ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑΣ: Οι χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν μία σίγουρη μέθοδο για να προβλέπουν το μέλλον – το δημιουργούν χειραγωγώντας το, με μοναδικό σκοπό την κερδοφορία τους. Τι γίνεται όμως εάν χάσουν, λόγω της απληστίας τους, τον έλεγχο του παιχνιδιού;
Περίληψη: Στο κείμενο αναλύεται τι θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση που μία ανεπτυγμένη χώρα δήλωνε στάση πληρωμών, με στόχο να αποφευχθούν τα οδυνηρά επακόλουθα της χρεοκοπίας – σε παγκόσμια κλίμακα. Κατά την άποψη μας, την οποία αναφέρουμε στο τέλος, μπορούμε να φτάσουμε σε ένα αίσιο αποτέλεσμα, χωρίς να προηγηθεί ένας εξαιρετικά καταστροφικός δρόμος.
“Πάντοτε υπάρχουν λύσεις, ακόμη και όταν μία χώρα ευρίσκεται στο χείλος της καταστροφής – υπερχρεωμένη, εξευτελισμένη, υποχείριο των δανειστών ή των «εταίρων» της και «καταρρακωμένη». Αρκεί να υπάρξει, έστω και την ύστατη στιγμή, μία επαρκής, έντιμη πολιτική ηγεσία, η οποία να μπορέσει να ανακτήσει την πλήρη εμπιστοσύνη των Πολιτών – υποχρεώνοντας τους Θεσμούς, καθώς επίσης όλες τις υπόλοιπες εξουσίες, να λειτουργήσουν σωστά και με ανιδιοτέλεια, προς όφελος του κοινωνικού συνόλου” (άρθρο).
Στο υποθετικό μας σενάριο τώρα, η Ελλάδα συνεχίζει την πολιτική λιτότητας που της επιβλήθηκε, παρά το ότι το ΑΕΠ της περιορίζεται συνεχώς, φτάνοντας τα 210 δις €. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού, σε σχέση με το μειωμένο ΑΕΠ, δεν μπορεί να περιορισθεί κάτω από το 10%, κυρίως λόγω των τοκογλυφικών τόκων (21 δις € έλλειμμα, εκ των οποίων τα 16 δις € είναι μόνο οι τόκοι), με αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος να ξεπερνάει τα 360 δις € – δηλαδή το 170% του ΑΕΠ.
Το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, παρά τη μείωση των εισαγωγών και την κάποια αύξηση των εξαγωγών, παραμένει επικίνδυνα αρνητικό. Οι δαπάνες δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν, όχι μόνο γιατί η κυβέρνηση, καλώς ή κακώς, δεν μπορεί να εφαρμόσει αυτά που δυστυχώς υπέγραψε, αλλά επίσης επειδή η ανεργία, η οποία πλησιάζει το 20% του πληθυσμού, κοστίζει όλο και περισσότερο.
Τα έσοδα του κράτους συρρικνώνονται με γεωμετρικό ρυθμό, αφού η κατανάλωση περιορίζεται διαρκώς, η βιομηχανική παραγωγή επίσης, οι επιχειρήσεις χρεοκοπούν η μία μετά την άλλη, οι απολύσεις προσωπικού είναι καθημερινές, ενώ όλο και λιγότεροι Πολίτες είναι πρόθυμοι να πληρώνουν φόρους – είτε από οικονομική αδυναμία, είτε από φόβο, από πανικό καλύτερα για το μέλλον τους. Οι πλατείες των πολιτών γεμίζουν καθημερινά, παρά το ότι δεν φαίνεται να έχουν συγκεκριμένα αιτήματα ή κάποια πολιτική κατεύθυνση – δεν γνωρίζουν δηλαδή τι ακριβώς επιδιώκουν ή πως θα το επιτύχουν, αλλά μάλλον διαμαρτύρονται για το σκοτεινό μέλλον που προβλέπουν, χωρίς σαφείς προτάσεις.
Οι τράπεζες βρίσκονται σε κατάσταση απόλυτης απόγνωσης, αφού τα δάνεια σε φανερή καθυστέρηση, περί τα 60 δις €, ξεπερνούν το 25% των συνολικών, η ΕΚΤ δεν δέχεται σαν εγγύηση τα ομόλογα του Ελληνικού δημοσίου, η διατραπεζική αγορά έχει «στερέψει» προ πολλού και οι καταθέσεις των ιδιωτών μειώνονται μέρα με την ημέρα – είτε «δραπετεύοντας» στο εξωτερικό, είτε χρησιμοποιούμενες για λόγους επιβίωσης. Φυσικά οι μέτοχοι τους, ιδιαίτερα οι μεγαλύτεροι, δεν διανοούνται πλέον να αυξήσουν τα ίδια κεφάλαια τους, έτσι ώστε να διατηρηθεί «αλώβητη» η κεφαλαιακή τους επάρκεια. Συνηθισμένοι από πολλά χρόνια στη (θεμιτή ή μη) βοήθεια της Πολιτείας, δεν φαίνεται να έχουν καμία διάθεση ανάληψης ρίσκου, σε συνθήκες «ελεγχόμενης» χρεοκοπίας.
Στην πραγματική αγορά, κανείς δεν πληρώνει πλέον κανέναν, οι επενδύσεις έχουν σταματήσει εντελώς, οι διαμαρτυρημένες επιταγές αυξάνονται καθημερινά και τα δικαστήρια ασφυκτιούν από την πληθώρα των μηνύσεων. Παράλληλα, για τις όποιες εισαγωγές εμπορευμάτων, καυσίμων ή πρώτων υλών, οι ξένοι απαιτούν μετρητά (cash), ενώ η επιχειρηματικότητα πλησιάζει επικίνδυνα στο ναδίρ. Εκτός αυτού, κάποιες υποχρεώσεις του δημοσίου πληρώνονται με μεγάλη καθυστέρηση (μισθοί, συντάξεις κλπ.), ενώ κάποιες άλλες καθόλου (προμηθευτές, ασφαλιστικά ταμεία, κρατικές επιχειρήσεις κλπ.).
Δημιουργούνται λοιπόν μεγάλα προβλήματα στην ηλεκτροδότηση, η θέρμανση είναι περιορισμένη έως μηδενική, οι δρόμοι μένουν χωρίς επισκευές, τα τρόφιμα σπανίζουν, τα super markets προσλαμβάνουν φύλακες, προβλέποντας επιδρομές πεινασμένων, πολλά πρατήρια βενζίνης κλείνουν, ενώ όλο και περισσότερα αυτοκίνητα παύουν να κινούνται.
Ολόκληρη η αγορά ακινήτων καταρρέει απότομα και ξαφνικά, έχοντας διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα τεχνητά σταθερή (οι τιμές των ακινήτων ακολουθούν συνήθως την εξέλιξη των μισθών), τα καταστήματα κλείνουν μαζικά, πολλά διαμερίσματα μένουν κενά, ένας μεγάλος αριθμός εγκαταλειμμένων επαγγελματικών χώρων ερειπώνεται, η εγκληματικότητα αυξάνεται ραγδαία, οι εξαθλιωμένοι λαθρομετανάστες λιμοκτονούν στους δρόμους της πρωτεύουσας και οι πλούσιες συνοικίες υψώνουν έντρομες «προστατευτικά τείχη» – «πράσινες ζώνες», με τη βοήθεια πολυάριθμων ιδιωτικών αστυνομικών, οι οποίοι περιπολούν νυχθημερόν στους δρόμους.
Οι εισαγωγές φαρμάκων σταματούν απότομα, πολλά νοσοκομεία αδυνατούν να ανταπεξέλθουν με τα έξοδα τους, οι βαριά άρρωστοι πεθαίνουν, τα σχολεία κλείνουν και οι δήμοι καταρρέουν ο ένας μετά τον άλλο – αφήνοντας τα σκουπίδια στους δρόμους, τις πόλεις σκοτεινές και το προσωπικό τους απλήρωτο. Χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι χάνουν τη δουλειά τους, χωρίς καμία προοπτική για εύρεση νέας θέσης απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα – στον οποίο οι απολύσεις είναι επίσης καθημερινές
Στις πλούσιες συνοικίες της Αθήνας συναντάει κανείς πλέον εκατοντάδες φτωχούς, εξαθλιωμένους και πεινασμένους πολίτες οι οποίοι, με το άδειο βλέμμα του χρόνια άνεργου, ψάχνουν απεγνωσμένα στα σκουπίδια, βυθίζοντας το κεφάλι και τα χέρια τους στις βρώμικες πλαστικές σακούλες, για να βρουν ένα κομμάτι ξερό ψωμί, σαπισμένα λαχανικά, κόκαλα ή άλλα υπολείμματα τροφών. Η ανώτερη «τάξη» της μεγαλύτερης πόλης της Ελλάδας είναι ακόμη πλούσια, με αποτέλεσμα οι τενεκέδες των σκουπιδιών της να είναι γεμάτοι – επιτρέποντας στην πληθώρα των φτωχών να αναζητούν εκεί έναν τρόπο παραμονής τους στη ζωή.
Το χρηματιστήριο αδυνατεί να ανακάμψει, με συνολικές ζημίες κεφαλαιοποίησης άνω των 200 δις € και με τις τιμές των εισηγμένων σε εξευτελιστικά επίπεδα – γεγονός που δυσκολεύει ακόμη και την ιδιωτικοποίηση (εκποίηση) των δημοσίων επιχειρήσεων, σε τιμές ευκαιρίας. Τα θεωρητικά επιτόκια δανεισμού της χώρας (spreads), όπως και τα ασφαλιστήρια πιστωτικού κινδύνου (CDS), κυμαίνονται σε επίπεδα ρεκόρ (τεκμηριώνοντας ουσιαστικά τη μη διαχειρισιμότητα του χρέους), η κυβέρνηση χάνει όλο και περισσότερο τον έλεγχο, ενώ η αντιπολίτευση δεν φαίνεται να έχει το θάρρος να αναλάβει το πλοίο που βυθίζεται – εύλογα ενδεχομένως.
Οι Έλληνες είναι βυθισμένοι στο χάος – απαισιόδοξοι, κατηφείς, ανασφαλείς, τρομαγμένοι, χωρίς καμία ελπίδα για το παρόν και το μέλλον. Οι αγορές στοιχηματίζουν ασύστολα στη χρεοκοπία της χώρας, διαρρέοντας σενάρια στάσης πληρωμών, ενώ οι προσβολές εκ μέρους των Ευρωπαίων «εταίρων», ειδικά των Γερμανικών και Βρετανικών ΜΜΕ, ενδυναμώνουν ακόμη περισσότερο τα παιχνίδια των κερδοσκόπων – ενώ αυξάνουν τις υφεσιακές πιέσεις στην Ελλάδα, αφού εκτρέφουν την απαισιοδοξία: το μεγαλύτερο εχθρό της προσπάθειας για την έξοδο από την κρίση.
Οι διάφορες δόσεις της «Τρόικας», παρά το ότι κινδυνεύουν να σταματήσουν εντελώς, φτάνουν μόνο για την εξυπηρέτηση των ξένων δανειστών – όχι όμως για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων, τα οποία απαιτούν περί τα 2 δις € πρόσθετο μηνιαίο δανεισμό. Η Ευρώπη, αντί να βοηθήσει τον ίδιο της τον εαυτό σε αυτήν την πρώτη της «δοκιμασία», δεν φαίνεται ικανή να διαχειριστεί το τεράστιο εσωτερικό της πρόβλημα – απειλώντας ανόητα την Ελλάδα με κυρώσεις, χωρίς να κατανοεί πως δεν πρέπει ποτέ να απειλείς κανέναν, εάν δεν μπορείς να κάνεις πράξη τις απειλές σου, χωρίς ο ίδιος να ζημιωθείς περισσότερο.
Λίγο αργότερα, η κατάσταση παύει πια να ελέγχεται και η κυβέρνηση αναγκάζεται να ανακοινώσει επίσημα, μία Παρασκευή βράδυ, πως η χώρα αδυνατεί να πληρώσει τις μηνιαίες υποχρεώσεις της – κάτι που ενθουσιάζει τους κατόχους των CDS, οι οποίοι προσβλέπουν σε μεγάλα κέρδη από την κρίση χρέους (πολιτικής) της Ευρωζώνης.
Δηλώνει λοιπόν στάση πληρωμών, χωρίς την έξοδο της χώρας από τη ζώνη του Ευρώ, αφού κανένας δεν την υποχρεώνει. Γνωρίζει άλλωστε ότι, εάν υιοθετήσει τη δραχμή, η υποτίμηση που αμέσως μετά θα ακολουθήσει, θα υπερδιπλασιάσει το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας, ιδιωτικό και δημόσιο – σε ιλιγγιώδη επίπεδα, τα οποία θα ξεπερνούσαν ακόμη και το 500% του ΑΕΠ της, από 265% σήμερα (η ΕΕ ευτυχώς δεν επιμένει στη δραχμή, γνωρίζοντας τον τεράστιο κίνδυνο διάλυσης της, από μία τέτοια ενέργεια).
Παράλληλα, θέτει τις τράπεζες άμεσα σε ολιγοήμερο καθεστώς διακοπών (Bank Holidays), επειδή θέλει να αποφύγει την επιδρομή των καταθετών (Bank run), η οποία θα ακολουθούσε νομοτελειακά, κατά τη διεθνή εμπειρία – έχοντας αποφασίσει τη δέσμευση των καταθέσεων μετά το άνοιγμα των τραπεζών, έτσι ώστε να μην επιτρέπεται σε κανέναν η ανάληψη υψηλότερων ποσών, από τα απολύτως απαραίτητα (περί τα 400 € μηνιαία), για τη διαβίωση του. Φυσικά «κατάσχονται» και οι θυρίδες, με την έννοια ότι οι ιδιοκτήτες τους επιτρέπεται να τις ανοίγουν μόνο υπό την παρουσία εισαγγελέα
Η αρχική σκέψη της επιστροφής στη δραχμή, η οποία θα απαιτούσε επίσης το ολιγοήμερο κλείσιμο των τραπεζών και την «κατάσχεση» των καταθέσεων σε ευρώ (των θυρίδων επίσης), έτσι ώστε να οδηγηθούν στην ΕΚΤ για την «εξόφληση» της ποσότητας χρήματος που έχει διατεθεί στην Ελλάδα, κρίθηκε πολύ επικίνδυνη – ακόμη και αν υπήρχε η νομική «ευχέρεια» εφαρμογής της.
Οι καταθέτες θα προσπαθούσαν να πάρουν όλα τους τα χρήματα από τις τράπεζες όταν άνοιγαν ξανά, έστω σε δραχμές, προβλέποντας πως η αρχική υποτίμηση της τάξης του 30-50% θα ξεπερνούσε σύντομα το 80% – με καταστροφικά αποτελέσματα για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Εκτός αυτού, δεν θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν όλες οι ποσότητες των ευρωχαρτονομισμάτων, αφού εκείνοι οι Έλληνες, οι οποίοι διατηρούν μετρητά εκτός τραπεζών (στα σπίτια τους), δεν θα ήταν πρόθυμοι να τα επιστρέψουν, παρά τη νομική τους υποχρέωση (θα τα παρακρατούσαν δηλαδή παράνομα και λαθραία). Επομένως, θα δεσμευόταν οι καταθέσεις σε ευρώ της ΤτΕ στην ΕΚΤ, οπότε η Ελλάδα θα χρεωνόταν ακόμη περισσότερο.
Πρόβλημα θα ήταν επίσης και η ισοτιμία μεταξύ δραχμής και ευρώ, η οποία θα καθοριζόταν ελεύθερα από την κυβέρνηση – ειδικά όσον αφορά τα χρέη των ιδιωτών προς τις τράπεζες, αφού θα έπρεπε να εξοφλούνται με δραχμές, σε κάποια σταθερή ισοτιμία με το ευρώ. Η απόφαση του καθορισμού της ισοτιμίας, παρά το ότι θα ήταν στην ελεύθερη επιλογή της κυβέρνησης (όπως και η έξοδος της χώρας από την Ευρωζώνη, μετά από διαπραγματεύσεις που θα προϋπέθεταν μεγάλη διαγραφή χρεών), θα έπρεπε επίσης να προβλέψει το ύψος του μελλοντικού πληθωρισμού, όπως και πολλά άλλα – κάτι εξαιρετικά δύσκολο στην εφαρμογή του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου