«Στα Βουρλά το κακό ξεκίνησε στις 29 Αυγούστου. Μπήκαν οι Τούρκοι στα σπίτια μας και μας έβαλαν φωτιά. Αργότερα μας είπαν ότι ήταν αντάρτες και μετά ήρθε ο τακτικός στρατός και μας μάζεψε. Μας έπιασαν όλους μαζί, τον πατέρα μου τον έσφαξαν, τον αδερφό μου τον έκαψαν, τους νέους τους μάζεψαν και τους πήραν στην Ανατολή. Όταν φύγαμε ήταν 16 Σεπτεμβρίου. Η αλήθεια είναι ότι οι Τούρκοι γείτονές μας δεν έφταιγαν σε τίποτα. Ήταν κλεισμένοι μέσα στα σπίτια τους και κλαίγανε κι αυτοί για το κακό που μας βρήκε. Το ποιος φταίει θα το πω με ένα στίχο από το ποίημα "Της Καταστροφής": "Δε νίκησαν την Ελλάδα οι Τούρκοι. Δεν μπορούσαν. Μα δε ήταν κι άνθρωποι. Την Ελλάδα νίκησαν, αδόξως, διχασμός, Λεβαντίνοι κι Ευρώπη". Ο Βενιζέλος έκανε τη μεγαλύτερη καταστροφή. Μέσα στη φλόγα του πολέμου, έπρεπε να γίνουν εκλογές στην Ελλάδα;» (Φιλιώ Χαϊδεμένου, Μικρασιάτισσα πρόσφυγας και ιδρύτρια του Λαογραφικού Μικρασιατικού Μουσείου)
13 Σεπτέμβρη του 1922, 31 Αυγούστου με το παλαιό ημερολόγιο, και στη Σμύρνη ξημέρωσε μαύρη μέρα. Επτά ημέρες μετά και την αποχώρηση του τελευταίου ελληνικού στρατιωτικού τμήματος από τη Μικρά Ασία, και μετά την είσοδο του κεμαλικού στρατού στη Σμύρνη, έλαβε χώρα μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του ελληνισμού.
Ο ελληνικός στρατός είχε ατάκτως υποχωρήσει και αναδιπλωθεί στο Αφιόν Καραχισάρ, στα μέσα του Αυγούστου. Ο ξεριζωμός ενός μεγάλου μέρους του χριστιανικού πληθυσμού, Ελλήνων και Αρμενίων, προς τη μικρασιατική ακτή, είχε ήδη ξεκινήσει. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπολόγιζε τους πρόσφυγες στους 250.000, ενώ στη Σμύρνη είχαν καταφθάσει 15.000 Αρμένιοι, που αναζήτησαν καταφύγιο στην αρμένικη κοινότητα.
Στη Σμύρνη, έφθαναν περίπου 30.000 πρόσφυγες την ημέρα, ήδη πριν από την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου. Μια δήλωση, δίχως σχόλιο, του Έλληνα Υπάτου Αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη στον πρώην Νομάρχη Λέσβου και Διοικητή Χίου Γεώργιο Παπανδρέου, όταν ο δεύτερος του συνέστησε να ενημερώσει άμεσα τον ελληνογενή πληθυσμό για να φύγει: ο Στεργιάδης φέρεται να δήλωσε στον Παπανδρέου: «Καλύτερα να μείνουν εδώ, να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θ' ανατρέψουν τα πάντα».
Στις 6 Σεπτεμβρίου αναχώρησαν και οι τελευταίοι Έλληνες στρατιώτες, ενώ χιλιάδες πρόσφυγες ανέμεναν μάταια στην προκυμαία Κε της Σμύρνης τα πλοία που θα τους οδηγούσαν στα ελληνικά νησιά απέναντι. Τότε εστάλησαν δύο αμερικανικά αντιτορπιλικά για να βοηθήσουν τους πρόσφυγες. Οι ελληνικές αρχές της Σμύρνης αναχώρησαν στις 8 του μήνα, και στις 11 Σεπτέμβρη ξέσπασε στρατιωτικό κίνημα στη Χίο και στη Μυτιλήνη. Οι κινηματίες μεταφέρουν με όλο τον ελληνικό στόλο τους στρατιώτες στο Λαύριο, προκειμένου η επανάσταση να μεταφερθεί στην Αθήνα. Ακόμα και το θωρηκτό «Κιλκίς», που ναυλοχούσε στη Σμύρνη, μετέβη στη Σάμο για να επιβάλει την επανάσταση, παρά το γεγονός ότι οι καπνοί από την καταστροφή ήταν ορατοί στη Σάμο...
Στις 13 Σεπτεμβρίου, ο κεμαλικός στρατός πυρπολεί την αρμένικη συνοικία της Σμύρνης και γρήγορα η πυρκαγιά εξαπλώνεται στις χριστιανικές συνοικίες. Οι σφαγές ξεκίνησαν στην αρμένικη συνοικία του Αγίου Στεφάνου. Οι Τούρκοι έκλεισαν γύρω-γύρω τη συνοικία, για να μην διαφύγει κανείς: «'Οι δρόμοι, που οδηγούσαν στην αρμένικη συνοικία, φυλάγονταν από Τούρκους στρατιώτες. Όσο διήρκησε η σφαγή, δεν επετράπη σε κανέναν η είσοδος. Οι συγκλονιστικότερες στιγμές της τραγωδίας εκτυλίχθηκαν στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου, όπου είχαν καταφύγει περισσότεροι από 4.000 άνθρωποι. Οι Τούρκοι ζήτησαν από τους εγκλείστους να εξέλθουν και να παραδοθούν, οι δε Αρμένιοι, γνωρίζοντας, τι τους περίμενε, αρνήθηκαν. Δέχθηκαν τότε πυρά και χειροβομβίδες, ενώ στη συνέχεια οι Τούρκοι εισέβαλαν στον περίβολο και εντός του ναού, κατασφάζοντας και εκτελώντας. Όσοι επέζησαν, οδηγούντο, ανά 100 άτομα, στην πλατεία Διοικητηρίου, όπου και δολοφονούντο εν ψυχρώ από τα τουρκικά εκτελεστικά αποσπάσματα» (Τζορτζ Χόρτον, πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη).
Η Σμύρνη ήταν μια πόλη-στολίδι: πριν από την καταστροφή, αριθμούσε 370.000 κατοίκους, εκ των οποίων 165.000 ήταν Έλληνες, 80.000 Οθωμανοί Τούρκοι, 55.000 Εβραίοι, 40.000 Αρμένιοι, 6.000 Λεβαντίνοι και 30.000 διάφοροι άλλοι ξένοι. Το εμπόριο ήταν η κύρια ασχολία των κατοίκων της, ενώ ο πολιτισμικός της πλούτος και η ατμόσφαιρά της την είχαν καθιερώσει ως έναν κοσμοπολίτικο προορισμό για τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς ταξιδιώτες. Ας μου επιτραπεί η έκφραση: η Σμύρνη αποτελούσε ένα παράδειγμα υγιούς παγκοσμιοποιημένης πόλης, καθώς κατοικείτο από ανθρώπους διαφορετικών καταβολών και πεποιθήσεων, που όμως ζούσαν με αρμονία, μέσα στην ευημερία. Οι μαρτυρίες που έχουν διασωθεί, αποκαλύπτουν μια αγαστή συνύπαρξη μεταξύ των διαφορετικών στοιχείων του πληθυσμού.
Με την καταστροφή, όλα άλλαξαν. Οι διωγμένοι που έφταναν στην Αθήνα, έλεγαν ότι στην Τουρκία τους αντιμετώπιζαν ως Έλληνες, και στην Ελλάδα ως Τούρκους. Οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας έφεραν τον πλούσιο πολιτισμό τους στη χώρα μας και επηρέασαν καταλυτικά την ελληνική κοινωνία και τη διαμόρφωση της κουλτούρας της, αλλά δεν αντιμετωπίστηκαν με αγάπη από την αρχή. «Το διαφορετικό και το απ' αλλού φερμένο το φοβούνται οι άνθρωποι», έγραφε ο Ελύτης, και, παρ' ότι το Μονόγραμμα είναι ποίημα ερωτικό, ο στίχος μοιραία έρχεται στον νου.
«Υπό τον καύσωνα και εν μέσω δυσωδίας κατάκεινται εις αθλίαν κατάστασιν περί τας πέντε και πλέον χιλιάδας προσφύγων της Σμύρνης, και κυρίως των προαστίων της και των χωρίων του εσωτερικού της Μ. Ασίας». Με αυτόν τον τρόπο περιγραφόταν στις εφημερίδες της Αθήνας η άφιξη των προσφύγων στον Πειραιά. Η Αστυνομία προσπαθούσε να επιβάλει την τάξη με κάθε μέσον, ενώ πρώτο της μέλημα ήταν η προστασία των γυναικών που είχαν καταφθάσει εκεί δίχως τον πατέρα ή τον σύζυγό τους ή κάποιον άνδρα της οικογένειάς τους που θα μπορούσε να τις προστατεύσει από τον κάθε επιτήδειο.
Υπάρχουν μαρτυρίες για τα γαλλικά πλοία που ζητούσαν χρήματα από τους πρόσφυγες για να τους επιβιβάσουν. Το πρώτο πράγμα που έκαναν πολλοί «λεβέντες» στην Αθήνα, ήταν να βρουν κατατρεγμένες γυναίκες και να τις σπρώξουν στην πορνεία. Η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο, αυτό το παλιό λατινικό «ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος» βρίσκει εδώ το νόημά του. Στο λιμάνι της Σμύρνης δεν υπήρξε ο απλός «συνωστισμός» που οι ανιστόρητοι βολεμένοι περιγράφουν σε σχολικά βιβλία. Τα ντοκουμέντα είναι εδώ και αποκαλύπτουν το μέγεθος της τραγωδίας.
Ενενήντα τρία χρόνια μετά, η Χίος, η Μυτιλήνη, το Αγαθονήσι, το Φαρμακονήσι, η Κως γίνονται μάρτυρες μιας ακόμα τραγωδίας. Και μπορεί η φωτιά να μην φαίνεται ως εκεί από τη Συρία, αλλά ο πόλεμος ένα πρόσωπο έχει. Χρέος μας να θυμόμαστε.
Ακολουθεί απόσπασμα της μαρτυρίας του Παναγιώτη Μαρσέλου, επιζήσαντα, όπως δημοσιεύεται στο εκτενέστατο και εξαιρετικό αφιέρωμα της «Lifo» για τη Μικρασιατική καταστροφή, απ' όπου και οι φωτογραφίες:
«Όταν μπήκαν τα τουρκικά στρατεύματα μέσα στη Σμύρνη και άρχισαν και σκοτώναν και λεηλατούσαν, στα Ταμπάχανα επαρουσιάσθη μια πυρκαγιά. Έτρεξαν οι αντλίες να τη σβήσουν, αλλά, δυστυχώς, αντί να τη σβήσουν, την άναβαν περισσότερο∙ έριχναν πετρέλαια και βενζίνες.
Η φωτιά προχωρούσε. Ο κόσμος, που ήταν χωμένος μέσα στα σπίτια, εξαναγκάστηκε και βγήκε στους δρόμους και τραβήξαν όλοι στην παραλία. Στο λεγόμενο «Κορδόνι» συγκεντρώθηκε όλος ο πληθυσμός. Και εκεί έφταξε η φωτιά. Από τη μια μεριά και την άλλη του δρόμου είχαν βάλει φωτιές. Όταν έφταξε η φωτιά κι εκεί, ο κόσμος προσπαθούσε να βγεί όξω από την πόλη, πηγαίνοντας στη φρουρά κοντά. Οι φρουροί τούς σκοτώναν και δεν τους άφηναν να σπάσουν τη ζώνη, να βγούνε όξω και να φύγουν από κει.
Από την άλλη μεριά ήταν η φωτιά, δεν μπορούσαν να περάσουν, να φύγουν. Τότε, όσοι ξέραν μπάνιο, πέφταν στη θάλασσα. Αν τους βλέπαν οι Τούρκοι, τους σκότωναν μέσα εκεί. Εάν δεν τους βλέπαν, έφταναν στα συμμαχικά πολεμικά καράβια που ήταν αραγμένα και υποστήριζαν τους Έλληνες. Τους άφηναν και σκαρφαλώναν απάνω στα καράβια και μόλις μπαίναν μέσα, τους ξανάριχναν στη θάλασσα! Άλλοι πνιγόντουσαν κι άλλοι έβγαιναν πάλι όξω. Οι Άγγλοι, οι Γάλλοι και Ιταλοί καθόντουσαν στα καφενεία και γλεντούσαν. Κάποια στιγμή έσπασε η ζώνη και άφησαν τον κόσμο να βγει προς τα όξω. Μετά από δυο-τρεις ημέρες ήρθε μια διαταγή να κατεβούν στην παραλία για να φύγουνε. Διώξαμε τον πατέρα μας, τη μητέρα μας, την αδελφή μας για την παραλία και μείναμε εκεί τα δύο αδέλφια. Μετά από μια ώρα φύγαμε κι εμείς και πήγαμε προς την παραλία.
Φτάνοντας στην Πούντα μας πιάσαν Τούρκοι πολίτες και μας κλείσαν μέσα σε κάτι φυλακές. Κατά τις δέκα η ώρα το βράδυ μας βγάλαν και μας πήγαν στο εστιατόριο. Η σφαγή συνέχιζε∙ γδύναν, παίρναν ρούχα, παπούτσια. Αφήναν τον κόσμο, που δεν εσκότωναν, γδυτό. Κατεβαίνω στο ποτάμι και πάω σε μια γούβα που είχε νερό μέσα, αλλά κι ένα ελληνικό πτώμα που από την πολυκαιρία είχε πρηστεί και είχε σπάσει. Ωστόσο, δεν άντεχα τη δίψα∙ ήπια και γέμισα ένα καπέλο και το πήγα στον αδελφό μου. Ήπιε κι εκείνος και τα λίπη από το σπασμένο πτώμα κολλούσαν στα χείλη μας!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου