Όμως δεν είναι μόνον αυτή η ιδιαιτερότητα της μεταρρύθμισης που προωθούν στην επικουρική ασφάλιση ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης και ο αρμόδιος υφυπουργός Πάνος Τσακλόγλου. Το αξιοπερίεργο με το συγκεκριμένο νομοθέτημα είναι πως εγείρει μία έντονη πολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα σε κυβέρνηση και (σύσσωμη την) αντιπολίτευση. Μια διελκυστίνδα για την οποία το ποιος έχει δίκιο δεν θα απαντηθεί άμεσα αλλά …σε 30 με 40 χρόνια. Τότε δηλαδή που – θεωρητικά τουλάχιστον- το νέο σύστημα που εισάγει η κυβέρνηση θα «δώσει» την πρώτη επικουρική σύνταξη σε κάποιον εργαζόμενο που είναι σήμερα λίγο πάνω ή λίγο κάτω από 30 χρονών. Αυτό είναι άλλωστε και το βασικό ερώτημα σε αυτή την υπόθεση: Θα πάρουν σύνταξη (και πόση;) οι σημερινοί τριαντάρηδες;
Κυβέρνηση: Θα ειναι μεγαλύτερες οι συντάξεις
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι με την μετατροπή του συστήματος ασφάλισης από αναδιανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό (αυτή είναι η βασική πρόβλεψη του νομοσχεδίου) όχι απλά οι νέοι άνθρωποι θα πάρουν μεγαλύτερες συντάξεις, αλλά θα ενισχυθεί και η εμπιστοσύνη τους στο ασφαλιστικό σύστημα.
«θέλουμε να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη της νέας γενιάς στο ασφαλιστικό σύστημα» είπε χαρακτηριστικά ο Πάνος Τσακλόγλου στην Βουλή, κατά την συζήτηση του νομοθετήματος στην συνεδρίαση της Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων που συνεδρίασε τις πρώτες μέρες του Αυγούστου. Εκτιμώντας ότι η σκέψη του σημερινού τριαντάρη είναι η εξής: « Τι κάνω αυτή τη στιγμή; Παίρνω τις εισφορές μου και της ρίχνω σε μια θεόρατη χοάνη, εγώ δεν πρόκειται να πάρω τίποτα από εκεί πέρα μέσα». Η απάντηση υπουστηρίζει ο Πάνος Τσακλόγλου βρίσκεται σε αυτό το νομοθέτημα αφού όπως δήλωσε «πιστεύουμε ακράδαντα, ότι οι συνταξιούχοι του νέου συστήματος θα πάρουν πολύ υψηλότερες συντάξεις από αυτές που δίνει το υφιστάμενο σύστημα» ενώ παρότι «τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα έχουνε διακυμάνσεις» παραλληλα, « έχουν πολύ υψηλότερες μακροχρόνιες αποδόσεις και μην ξεχνάτε, ότι οι πρώτες συντάξεις από το καινούργιο σύστημα θα δοθούν μετά από 30 ή 40 χρόνια».
Έτσι λοιπόν όπως περιέγραψε ο Περικής Μαντάς, εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας, στην συνεδρίαση της ίδιας επιτροπής «για κάθε νέο ασφαλισμένο που είναι υπόχρεος επικουρικής ασφάλισης, αλλά και για όσους είναι μέχρι 35 χρονών και το επιλέξουν προαιρετικά, από την 1/1 του 2022, βαθμιαία και σταδιακά, μετατρέπουμε το σύστημα επικουρικής ασφάλισης από διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό. Εισάγουμε, δηλαδή, το θεσμό του ατομικού κουμπαρά, ώστε οι εισφορές του καθενός να είναι δικές του και μόνο δικές του και να μην οδηγούνται σε ένα κοινό καλάθι, σε ένα κοινό κορβανά και καθώς σε όλους αυτούς τους ατομικούς λογαριασμούς σταδιακά αποθηκεύονται οι εισφορές του καθενός, δημιουργείται έτσι, βήμα βήμα, ένα σημαντικό κεφάλαιο, ένα αξιόλογο ποσό, το οποίο επενδύεται, αυγατίζει και αποδίδει, ενισχύοντας την εθνική οικονομία».
Επειδή όμως εκτός από τους νέους ασφαλισμένους υπάρχουν και οι παλιοί ο βουλευτής της Ν.Δ φρόντισε να διευκρινίσει πως «οι σημερινοί συνταξιούχοι, δεν θίγονται με κανέναν τρόπο, γιατί όποιο κι αν είναι το δημοσιονομικό κόστος της μετάβασης, που με βάση τους υπολογισμούς δεν ξεπερνά τα 120 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο, αυτό πάντα θα καλύπτεται από τον κρατικό προϋπολογισμό, ώστε κανένας από τους σημερινούς συνταξιούχους να μην διατρέχει το κίνδυνο να δει μειωμένη επικουρική σύνταξη στο τραπεζικό του λογαριασμό».
Μάλιστα ο Περικλής Μαντάς επισήμανε ότι όλα αυτά θα γίνουν δίχως να αμφισβητηθεί συνολικά ο χαρακτήρας της κοινωνικής ασφάλισης. Όπως είπε «διατηρούμε και το δημόσιο χαρακτήρα, αλλά και την υποχρεωτικότητα της επικουρικής ασφάλισης, κεφαλαιοποιώντας ένα μέρος μόνο του συνολικού συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης της πατρίδας μας». Εννοώντας προφανώς ότι οι άλλες δύο πηγές συνταξιοδότησης που συναποτελούν τις αποδοχές ενός συνταξιούχου, δηλαδή η εθνική σύνταξη και η κύρια σύνταξη θα προκύπτουν από το αναδιανεμητικό σύστημα όπως ισχύει μέχρι σήμερα.
Αντιπολίτευση: Κινδυνεύουν οι συντάξεις του παρόντος και του μέλλοντος
Αν και ομολογουμένως η εικόνα που περιγράφεται από τα κυβερνητικά στελέχη φαίνεται σχεδόν ειδυλλιακή δεν πείθει την αντιπολίτευση. Για την ακρίβεια δεν πείθει κανένα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης που πιστεύουν ότι με την υπόθεση αυτή όχι μόνον κινδυνεύουν οι συντάξεις των σημερινών τριαντάρηδων αλλά – πολύ πιο νωρίς- κινδυνεύει το ασφαλιστικό σύστημα να «πέσει στα βράχια».
Χαρακτηριστικά η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου είπε στην Βουλή πως το νομοθέτημα «έρχεται να πλήξει την αλληλεγγύη των γενεών ως βασική αρχή που διέπει τη λειτουργία του ασφαλιστικού μας συστήματος και έρχεται να πλήξει όλους τους ασφαλισμένους. Πλήττει τους σημερινούς και τους μελλοντικούς συνταξιούχους, καθώς δημιουργεί μια επισφάλεια και αβεβαιότητα όσον αφορά το ύψος των συντάξεων στο μέλλον». Επίσης «πλήττει τους νέους εργαζόμενους» αφού θα «χρησιμοποιήσει τις εισφορές τους ως αντικείμενο τζογαρίσματος και ρίσκου στα διεθνή χρηματιστήρια. Και βέβαια, πλήττει συνολικά όλους τους φορολογούμενους. Γιατί το τεράστιο κόστος μετάβασης που φέρνει αυτό το σύστημα και που θα καλύψει ο Κρατικός Προϋπολογισμός στην πραγματικότητα είναι ένα τεράστιο κόστος». Παράλληλα η τομεάρχης εργασίας του ΣΥΡΙΖΑ θυμίζει πως «υπάρχει το άρθρο 22 παράγραφος 5 του Συντάγματος, που ορίζει με σαφήνεια ότι όσον αφορά το δημόσιο υποχρεωτικό ασφαλιστικό σύστημα, αυτό πρέπει να είναι κάτω από τη μέριμνα του κράτους είτε με κρατικό φορέα είτε με νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου» ενώ «είναι απροσδιόριστο αυτή τη στιγμή αν αυτό το νέο Ταμείο θα ενταχθεί ως φορέας στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης ή όχι».
Πιο συγκεκριμένος σε νούμερα και αριθμούς ήταν ο βουλευτής του ΚΙΝ.ΑΛ Γιώργος Μουλκιώτης. Επισήμανε πως «λέμε στους νέους, μετά λόγου γνώσης, ότι αυτό το νομοσχέδιο της κυβέρνησης οδηγεί σε μία σύνταξη 25% – 35% χαμηλότερη, από εκείνη που καταβάλλεται με βάση το σημερινό καθεστώς. Η επικουρική σύνταξη θα μειωθεί δραματικά, διότι εκτός των κινδύνων των αγορών, θα αυξηθεί το προσδόκιμο ζωής κατά 8 περισσότερα χρόνια κατά μέσον όρο, σε σχέση με τη σημερινή γενιά. Αυτό σημαίνει, ότι οι μελλοντικοί συνταξιούχοι εξ αυτού του λόγου, θα λάβουν σύνταξη μειωμένη περίπου κατά 35% σε σχέση με το σημερινό επίπεδο των επικουρικών συντάξεων. Διαφορετικά, για να λάβουν το ίδιο επίπεδο με τη σημερινή επικουρική σύνταξη, θα πρέπει να συνταξιοδοτηθούν στο 74ο έτος της ηλικίας τους».
Για ασφαλισμένους – επενδυτές μίλησε ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ, Χρήστος Κατσώτης λέγοντας πως «οι εργαζόμενοι δε θα είναι ασφαλισμένοι, αλλά επενδυτές, θα τζογάρουν σε χρηματιστηριακές λοταρίες τους κόπους της ζωής τους, θα παίρνουν το ατομικό ρίσκο. Οι εισφορές τους δε θα χρησιμοποιούνται για την πληρωμή των σημερινών επικουρικών συντάξεων, αλλά θα μπαίνουν στον κουμπαρά των ασφαλιστικών εταιριών». Επίσης πρόσθεσε πως «στις ασφαλιστικές εταιρείες θα κατευθυνθούν, τα επόμενα χρόνια, κεφάλαια που πλησιάζουν τα 80 δις ευρώ, ώστε να διοχετεύονται σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ ετοιμάζονται κίνητρα και για την πανευρωπαϊκή σύνταξη».
Όπως αντιλαμβάνεται εύλογα κανείς, τα βασικά σημεία διαφωνίες ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις είναι τα εξής: Αν το σύστημα που εισάγει η κυβέρνηση θα δώσει καλύτερες η μικρότερες συντάξεις, αν διατηρείται ή όχι ο αναδιανεμητικός και δημόσιος χαρακτήρας στην ασφάλιση και ποιους θα επιβαρύνει το κόστος μετάβασης από το ένα σύστημα στο άλλο. Πρόκειται για ερωτήματα που αξίζει να εξετάσει κανείς με μεγαλύτερη προσοχη, με βάση και τα όσα κατέθεσαν στην Βουλή οι αρμόδιοι φορείς και επιστήμονες που τους ζητήθηκε να καταθέσουν την άποψή τους.
Διχασμένοι οι κοινωνικοί φορείς
Αρχικά όπως φαίνεται το ασφαλιστικό νομοσχέδιο δεν διχάζει μόνο τους εκπροσώπους των πολιτικών κομμάτων αλλά και τους εκπροσώπους των κοινωνικών φορέων. Έτσι στις τοποθετήσεις τους στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής κατά του νομοσχεδίου τάχθηκαν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων και των μικρών επιχειρηματιών (ΓΣΕΕ,ΑΔΕΔΥ,ΓΣΕΒΕΕ). Αντίθετα υπέρ επιχειρηματολόγησαν οι εκπρόσωποι των μεγάλων εργοδοτικών οργανώσεων και ιδίως του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών.
Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση που έκανε η Κατερίνα Δασκαλάκη αρμόδια για ζητήματα εργασίας του ΣΕΒ αναφέροντας πως «η ενίσχυση των κεφαλαιοποιητικών πυλώνων της Επικουρικής Ασφάλισης, είναι μια μεταρρύθμιση που έπρεπε να γίνει και είναι στη σωστή κατεύθυνση, ώστε να επιμεριστεί το βάρος της χρηματοδότησης των συντάξεων, να μπει σε σταθερή μακροπρόθεσμη βάση και ένα μέρος της να καλυφθεί από συσσωρευμένη αποταμίευση». Μάλιστα συμφώνησε με την κυβερνητική εκτίμηση ότι τα χρήματα των εισφορών θα ενισχύσουν την πραγματική οικονομία.
Αισιοδοξία εξέφρασε και ο εκπρόσωπος του εμπορικού και βιομχηανικού επιμελητηρίου (ΙΟΒΕ) λέγοντας ότι με το νέο ασφαλιστικό «η μεγάλη επίδραση θα είναι μακροοικονομική. Στη χώρα έχουμε ένα μεγάλο επενδυτικό κενό, οπότε το να κατευθυνθούν πόροι σε επενδύσεις, είναι κάτι, το οποίο σταδιακά το ποσοτικποιούμε στην μελέτη πως θα γίνει αυτό. Θα αυξήσει την ανάπτυξη της οικονομίας και δευτερογενώς θα φέρει και δημοσιονομικά έσοδα». Παρόλα αυτά εντύπωση προκάλεσε ότι το ΙΟΒΕ δεν ήταν σε θέση να μιλήσει με συγκεκριμένα στοιχεία για το θετικό πρόσημο που θα προκύψει για επενδύσεις και φορολογικά έσοδα.
Κεφαλαιοποιητικό σύστημα παντού;
Ένα από τα βασικά επιχειρήματα της κυβέρνησης, προκειμένου να καθησυχάσει όσους θεωρούν ότι η εξάρτηση της επικουρικής ασφάλισης από τις διακυμάνσεις των αγορών, μια και οι εισφορές των εργαζομένων θα επενδύονται, είναι πώς το νομοσχέδιο προβλέπει κάτι τέτοιο μόνον για την επικουρική ασφάλιση. Με τον τρόπο αυτό – ισχυρίζεται – ότι διασπείρει τον όποιο τυχόν κίνδυνο μια και οι άλλοι δύο συνταξιοδοτικοί πυλώνες (εθνική και κύρια σύνταξη) βασίζονται στην ανταποδοτικότητα των εισφορών.
Όμως δεν φαίνεται να έχει την ίδια γνώμη για το ζήτημα αυτό ο Μιλτιάδης Νεκτάριος, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και ένας από τους βασικούς υποστηρικτές της μεταρρύθμισης που υλοποιεί η κυβέρνηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ήταν ένας από τους προσκεκλημένους του υφυπουργού Εργασίας, Πάνου Τσακλόγλου όταν προ τριών μηνών ενημέρωσε το Κοινοβούλιο συνολικά για την πορεία του ασφαλιστικού συστήματος.
Ο Μιλτιάδης Νεκτάριος παραβρέθηκε στην τελευταία συνεδρίαση της Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής για το ασφαλιστικό νομοσχέδιο και δήλωσε μεταξύ άλλων πως «αυτές είναι πολύ σημαντικές παρακαταθήκες για την ελληνική κοινωνία και θα αποτελέσουν τη βάση για μια επόμενη και ολοκληρωμένη παρέμβαση στο σύστημα συντάξεων της χώρας, ώστε αυτό να γίνει και βιώσιμο και να μπορεί να εγγυάται τις παροχές, στο διηνεκές». Μια δήλωση που με απλά λόγια προδιαγράφει την ανάγκη για επέκταση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος συνολικά στην κοινωνική ασφάλιση, θέση υπέρ της οποίας ο Μ.Νεκτάριος έχει αρθρογραφήσει πολλές φορές. Αυτή η αντίληψη όλα δείχνουν ότι βρίσκονται στο «πίσω μέρος του μυαλού» της κυβέρνησης.
Από την άλλη οι εργαζόμενοι στο δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης δεν είναι καθόλου αισιόδοξοι για τις συντάξεις των σημερινών τριαντάρηδων. Η γραμματέας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Προσωπικού Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, Γιώτα Κίτσου αναφέρθηκε στην πρόσφατη οικονομική κρίση του 2008, αναρωτώμενη τι θα συμβεί αν κάτι παρόμοιο γίνει στις επόμενες δεκαετίες.
Ενδεικτικά είπε «αν αυτό που θα συμβεί μετά από 40 χρόνια στους συνταξιούχους, που θα έχουμε με τη δημιουργία του καινούργιου ασφαλιστικού φορέα, αν αυτό λοιπόν συνέβαινε τα χρόνια της κρίσης, τα προηγούμενα χρόνια. Φανταστείτε τι συντάξεις θα έπαιρναν οι συνταξιούχοι αυτοί». Μάλιστα εκτίμησε ότι εξίσου με τους συνταξιούχους του μέλλοντος οφείλουν να ανησυχούν και οι συνταξιούχοι του παρόντος. Όπως δήλωσε με το ασφαλιστικό νομοσχέδιο «δημιουργείται κενό στον τρόπο πληρωμής των ήδη, αλλά και των μελλοντικών συνταξιούχων με το παλαιό σύστημα, δηλαδή όλοι εμείς που είμαστε επάνω από 35, αφού δεν θα υπάρχει εισροή εισφορών των ασφαλισμένων, που στο μεγαλύτερο βαθμό χρηματοδοτούν τις συντάξεις με πραγματικό κίνδυνο αδυναμίας καταβολής των συντάξεων».
Το κόστος μετάβασης
Όσον αφορά τέλος το κόστος μετάβασης στην Βουλή υπήρξε επίσημη εκτίμηση κατά την διάρκεια της ακρόασης φορέων στην Βουλή. Η πρόεδρος της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής Φρόσω Κουσκουνά σημείωσε ότι «για τον υπολογισμό της παρούσας αξίας του χρηματοδοτικού κενού, δηλαδή της επιπρόσθετης χρηματοδότησης, έγινε χρήση τεσσάρων ονομαστικών επιτοκίων προεξόφλησης από 2,5% έως 4%, προκειμένου να αναδειχθεί η ευαισθησία των αποτελεσμάτων ως προς το προεξοφλητικό επιτόκιο» έτσι «η παρούσα αξία στο τέλος του ΄20 της επιπρόσθετης χρηματοδότησης για το παλιό σύστημα κυμαίνεται από 48 έως 78 περίπου δις ευρώ, ανάλογα με τα προαναφερόμενα επιτόκια».
Πάντως η κυβέρνηση διαφωνεί με την εκτίμηση αυτή. Υποστηρίζει ότι για να υπολογιστεί το κόστος πρέπει να υπάρξει συμψηφισμός ανάμεσα στο κενό χρηματοδότησης και τα επενδυτικά και δημοσιονομικά οφέλη που θα φέρει το νέο σύστημα. Όπως δήλωσε ο Πάνος Τσακλόγλου «για έναν οικονομολόγο αυτό, που έχει σημασία, είναι αυτό το καθαρό κόστος μετάβασης. Αν τα αφαιρέσετε τα δύο, βγαίνει στα 6 δισεκατομμύρια, δηλαδή, 120 εκατομμύρια το χρόνο».
Μετά από 40 χρόνια
Όσοι βρίσκονται στην ηλικία των 30 – 35 ετών και οι νεώτεροι, «βγαίνουν» από την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας κι αναζητουν την θέση τους στην αγορά εργασίας ενώ επίκειται η «μετα-Covid» οικονομική κρίση. Έτσι είναι σχεδόν βέβαιο πως δύσκολα θα εστιάσουν το ενδιαφέρον τους στην μελλοντική τους συνταξιοδότηση. Η εργασιακή επιβίωση στο «σήμερα» προέχει.
Όμως ακόμη και αν το κάνουν, δύσκολα θα εντοπίσουν τις απαντήσεις στην «αλήθεια των αριθμών». Οι πολιτικοί και οι κοινωνικοί φορείς που διχογνωμούν για το ασφαλιστικό νομοσχέδιο που προωθεί η κυβέρνηση έχουν πολλά αριθμητικά και εμπειρικά δεδομένα να αντιπαραθέσουν. Τα κυβερνητικά σενάρια «πατάνε» στα επιτυχημένα υποδείγματα κάποιων ανεπτυγμένων χωρών, σε δεκαετίες όμως που χαρακτηρίστηκαν από ένα πιο σταθερό διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Η αντιπολίτευση πάλι αντιπαραβάλλει την αναγκαιότητα για αλληλεγγύη των γενεών και την οικονομική αστάθεια που αποτελεί το βασικό γνώρισμα των οικονομικών εξελίξεων τα τελευταία χρόνια.
Όπως φαίνεται η υπόθεση του ασφαλιστικού συστήματος και αντίστοιχα του ασφαλιστικού νομοσχεδίου δεν αποτελεί ένα «στεγνό» οικονομικό ζήτημα. Είναι ένα πεδίο αξιακής, πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Στις συνθήκες μάλιστα ενός πολιτικο-κοινωνικού περιβάλλοντος που σε αυτούς τους καιρούς διαμορφώνει τα νέα χαρακτηριστικά του.
Η πολιτική συγκυρία και οι συσχετισμοί δείχνουν πως οι νεώτερες γενιές θα βρεθούν ενταγμένες σε ένα ασφαλιστικό σύστημα δίχως στην πραγματικότητα να έχουν ερωτηθεί. Δίχως, επίσης, να μπορούν να «ζητήσουν εξηγήσεις» όταν μετά από πολλές δεκαετίες θα φανούν ποια είναι πραγματικά τα αποτελέσματά του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου