Η εικόνα των ληξιπρόθεσμων χρεών προς τη Φορολογική Διοίκηση παραμένει ιδιαίτερα βαριά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), το συνολικό ποσό των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τις φορολογικές υπηρεσίες έφτασε στο τέλος Οκτωβρίου 2025 τα 112,5 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 4,05 δισ. ευρώ σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2024. Την ίδια ώρα, μόλις ένα μικρό μέρος αυτού του ποσού θεωρείται πραγματικά εισπράξιμο.
Από το σύνολο των 112,5 δισ. ευρώ, μόνο 3,44 δισ. ευρώ – δηλαδή το 3,06% – έχουν ενταχθεί σε ρυθμίσεις τμηματικής καταβολής. Παρότι πρόκειται για μικρό ποσοστό, από τη συγκεκριμένη «δεξαμενή» των ευκολότερα εισπράξιμων χρεών προέρχεται το 92,37% των εισπράξεων των φορολογικών υπηρεσιών. Με άλλα λόγια, σχεδόν το σύνολο των εσόδων από ληξιπρόθεσμες οφειλές προέρχεται από περίπου το 1/4 του πραγματικά εισπράξιμου υπολοίπου και μόλις το 24,04% του συνολικού ληξιπρόθεσμου ποσού.
Η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, στην οποία ενσωματώνονται τα στοιχεία της Α.Α.Δ.Ε., αποτυπώνει λεπτομερώς τη διάρθρωση των οφειλών. Το 24,28% του συνολικού ποσού των ληξιπρόθεσμων, δηλαδή 27,32 δισ. ευρώ, έχει χαρακτηριστεί ως «ανεπίδεκτο είσπραξης». Πρόκειται για χρέη για τα οποία η είσπραξη κρίνεται αντικειμενικά αδύνατη, καθώς δεν υπάρχουν περιουσιακά στοιχεία και έχουν ολοκληρωθεί χωρίς αποτέλεσμα οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, σύμφωνα με το άρθρο 82 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων. Οι οφειλές αυτές αυξήθηκαν μέσα σε ένα έτος κατά 982,9 εκατ. ευρώ.
Στο «καλάθι» των ανεπίδεκτων είσπραξης, το 63,39% αφορά πρόστιμα – κυρίως φορολογικά. Οι καθαρά φορολογικές οφειλές αποτελούν το 32,88% των ανεπίδεκτων, ενώ οι μη φορολογικές οφειλές (όπως δάνεια, δικαστικά έξοδα, καταλογισμοί κ.ά.) καλύπτουν το 3,73%. Ιδιαίτερα βαρύ είναι το αποτύπωμα του ΦΠΑ, ο οποίος αντιστοιχεί σχεδόν στο 20% των οφειλών που έχουν χαρακτηριστεί ανεπίδεκτες είσπραξης, σε αντίθεση με τους φόρους στην περιουσία που έχουν σαφώς μικρότερη συμμετοχή.
Αφαιρώντας τα ανεπίδεκτα ποσά, προκύπτει το λεγόμενο «πραγματικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο». Ανέρχεται σε 85,18 δισ. ευρώ, αντιστοιχώντας στο 75,71% του συνόλου των οφειλών, και παρουσιάζει αύξηση 3,726 δισ. ευρώ σε σχέση με την 1η Νοεμβρίου 2024. Από αυτό το ποσό, 51,93 δισ. ευρώ (60,97%) προέρχονται από φορολογικές οφειλές, ενώ τα υπόλοιπα 33,25 δισ. ευρώ (39,03%) αφορούν σε άλλες κατηγορίες χρέους.
Σε αυτές τις λοιπές κατηγορίες, τα πρόστιμα – φορολογικά και μη – φτάνουν τα 24,22 δισ. ευρώ και αποτελούν το 28,43% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου. Οι μη φορολογικές οφειλές, όπως δάνεια και δικαστικά έξοδα, ανέρχονται σε 9,03 δισ. ευρώ, ποσοστό 10,60%.
Από τις φορολογικές οφειλές, 8,3 δισ. ευρώ προέρχονται από αφερέγγυους οφειλέτες και 16,58 δισ. ευρώ αφορούν χρέη με λήξη δόσεων πέραν της τελευταίας δεκαετίας. Μετά την αφαίρεση αυτών, απομένουν 27,05 δισ. ευρώ, από τα οποία προέρχεται πάνω από το 92,37% των εισπράξεων. Έτσι, ουσιαστικά η Φορολογική Διοίκηση στηρίζει την εισπραξιμότητά της σε ένα περιορισμένο τμήμα του συνολικού χρέους, που αντιστοιχεί στο 32,5% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου και περίπου στο 1/4 του συνολικού ληξιπρόθεσμου ποσού.
Στο μέτωπο των ρυθμίσεων, τα στοιχεία της Α.Α.Δ.Ε. δείχνουν ότι το υψηλότερο ποσοστό ρυθμισμένων οφειλών (15,52%) αφορά ποσά μεταξύ 500 και 10.000 ευρώ. Μέσα σε αυτή την κατηγορία, το ποσοστό αυξάνεται στο 18,16% για οφειλές από 2.000 έως 3.000 ευρώ, επιβεβαιώνοντας ότι οι περισσότερες ρυθμίσεις γίνονται σε μεσαίου ύψους χρέη και όχι στα πολύ μικρά ή στα πολύ μεγάλα ποσά.
Ο αριθμός των οφειλετών της Φορολογικής Διοίκησης στο τέλος Οκτωβρίου 2025 διαμορφώθηκε σε 3.896.032 φυσικά και νομικά πρόσωπα. Σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2024, παρατηρείται μείωση κατά 30.407 οφειλέτες. Η μείωση αυτή προέρχεται κυρίως από τα χαμηλότερα κλιμάκια χρέους, έως 3.000 ευρώ, όπου ο αριθμός των οφειλετών μειώθηκε κατά 61.798 πρόσωπα. Σύμφωνα με την έκθεση, η εξέλιξη αυτή ενδέχεται να συνδέεται και με την αύξηση του αριθμού δόσεων αποπληρωμής του ΕΝ.Φ.Ι.Α. κατά το τρέχον έτος.
Η κατανομή των οφειλών ανά ύψος ποσού αποτυπώνει έντονες ανισότητες. Μόλις το 3,5% του συνολικού ποσού αφορά χρέη έως 10.000 ευρώ, ενώ το 96,5% καλύπτει ποσά μεγαλύτερα των 10.000 ευρώ. Ειδικότερα, ποσά άνω του 1.000.000 ευρώ συγκεντρώνουν το 75,87% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, δηλαδή 85,352 δισ. ευρώ, τα οποία οφείλονται από μόλις 10.069 οφειλέτες. Αυτό το μικρό γκρουπ αντιστοιχεί στο 0,26% του συνόλου των οφειλετών.
Στον αντίποδα, το 89,86% των οφειλετών – η συντριπτική πλειονότητα – χρωστά ποσά μέχρι 10.000 ευρώ. Τα χρέη αυτής της κατηγορίας ανέρχονται συνολικά σε 3,948 δισ. ευρώ και αντιπροσωπεύουν μόλις το 3,5% του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου.
Η αντίθεση μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων είναι επίσης έντονη. Τα χρέη των φυσικών προσώπων φτάνουν τα 43,13 δισ. ευρώ και αντιστοιχούν στο 38,34% του συνόλου. Οι οφειλές των νομικών προσώπων ανέρχονται σε 69,37 δισ. ευρώ, ποσοστό 69,66% του συνολικού ποσού.
Στις χαμηλές κατηγορίες οφειλών, σχεδόν όλο το βάρος πέφτει στα φυσικά πρόσωπα. Το 97,99% των χρεών κάτω των 50 ευρώ και το 87,40% των οφειλών έως 10.000 ευρώ προέρχεται από αυτά. Αντίστοιχα, τα φυσικά πρόσωπα που οφείλουν λιγότερα από 50 ευρώ αποτελούν το 95,5% των οφειλετών της συγκεκριμένης κατηγορίας, ενώ για χρέη έως 10.000 ευρώ ο αριθμός τους διαμορφώθηκε στο τέλος Οκτωβρίου 2025 σε 3.088.226 άτομα, καλύπτοντας το 88,21% των οφειλετών στο συγκεκριμένο εύρος.

0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου