Αρχίζει να αποκαλύπτεται το μέγεθος της έλλειψης εξτρά παρθένων ελαιολάδων φέτος στην αγορά της Πελοποννήσου και της Κρήτης, με τις τιμές παραγωγού για τα ποιοτικά λάδια να κινούνται σταθερά προς τα 5,20–5,40 ευρώ το κιλό. Πρόκειται για τιμές που αφορούν ελαιόλαδα τριών γραμμών αυτή την εποχή, για όσους παραγωγούς είναι διατεθειμένοι να τα διαθέσουν στους εμπόρους.
Η συγκομιδή έχει ουσιαστικά «φρενάρει» με ανορθόδοξο τρόπο, καθώς οι συνεχείς βροχοπτώσεις δυσκολεύουν σημαντικά τη διαδικασία συλλογής. «Έχουμε 3 Δεκεμβρίου και έχουμε μείνει πίσω. Από ένα μέσο δυναμικό 500 τόνων, μέχρι στιγμής έχουμε παράξει μόλις 500 τόνους. Οι βροχές χωρίς ουσιαστικό κρύο μέσα στον Δεκέμβριο οδηγούν σε τεράστια αναλογία καρπού και λαδιού», σημειώνει διευθυντής γνωστού συνεταιρισμού από τη Λακωνία.
Στη Μεσσηνία, την Ηλεία, τα Χανιά, το Ηράκλειο και το Λασίθι η εικόνα χαρακτηρίζεται από «θολούρα». Οι τιμές που δίνουν ελαιοτριβεία και τοπικοί έμποροι αλλάζουν από μέρα σε μέρα, ανάλογα με τις διαθέσιμες ποιότητες, τις οποίες οι αγοραστές κυριολεκτικά κυνηγούν. Δεν λείπουν μάλιστα και τα εντυπωσιακά στιγμιότυπα: σε χωριό της Μεσσηνίας, οι τιμές στις 3 και 4 γραμμές εκτοξεύτηκαν μέσα σε τρεις ημέρες κατά 40–50 λεπτά, μόνο και μόνο επειδή τα 5–6 ελαιοτριβεία της περιοχής έβγαζαν καλό λάδι και «έπεσε σύρμα» από δύο χονδρεμπόρους.
Η γενική εικόνα δείχνει ότι η ελληνική σοδειά χαρακτηρίζεται από μειωμένες ποσότητες και ανομοιογενή ποιότητα σε τοπικό επίπεδο. Αυτό δημιουργεί όλο και μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στην ελάχιστη και τη μέγιστη τιμή του έξτρα παρθένου, με τη διαφορά να υπολογίζεται ακόμη και πάνω από 1 ευρώ το κιλό.
Την ίδια ώρα, οι Ιταλοί φαίνεται να έχουν μια αξιοπρεπή παραγωγή και δεν «καίγονται» ιδιαίτερα για προμήθειες στο πρώτο μισό της σεζόν, εν μέρει και λόγω της παρουσίας της Τυνησίας στην αγορά. Μετά το πρώτο σοκ των τιμών στις αρχές Νοεμβρίου, η ιταλική αγορά βρήκε έναν βαθμό ισορροπίας: οι μέσες τιμές επανήλθαν στη ζώνη των 8 ευρώ, ενώ την περασμένη εβδομάδα άγγιξαν ξανά τα 8,50 ευρώ, με κορυφές μέχρι και τα 9,00 ευρώ το κιλό στη νότια Ιταλία.
Από την Τοσκάνη και βορειότερα, τα επίπεδα είναι ακόμη υψηλότερα, με τα βιολογικά ΠΟΠ να εμφανίζονται στην αγορά με τιμές από 10 έως και 14,50 ευρώ το κιλό. Όπως σημειώνουν ιταλικά κλαδικά μέσα, ο καταναλωτής στα σούπερ μάρκετ της χώρας δεν θα βρει απλώς ένα «100% εγχώριο» εξαιρετικό παρθένο, αλλά ουσιαστικά δύο τύπους: ένα αναγνωρισμένης ποιότητας προϊόν με τιμή λιανικής πάνω από 8 ευρώ το κιλό και ένα χαμηλότερης ποιότητας – πιθανότατα με συμμετοχή τυνησιακού λαδιού – κοντά στα 7 ευρώ το κιλό.
Στον αντίποδα, η Τυνησία αναδεικνύεται πλέον σε σταθερά δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγό χώρα ελαιολάδου διεθνώς, μετά την Ισπανία, με παραγωγή που φέτος εκτιμάται ότι μπορεί να ξεπεράσει τους 400.000 τόνους, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων κατευθύνεται σε εξαγωγές. Η στρατηγική των μαζικών φυτεύσεων που κορυφώθηκε το 2022 έχει αυξήσει θεαματικά τον όγκο, όχι όμως και την κερδοφορία των μικρότερων παραγωγών.
Σύμφωνα με το Εθνικό Παρατηρητήριο Γεωργίας της χώρας (Onagri), η μέση τιμή του τόνου ελαιολάδου μειώθηκε από περίπου 27.500 δηνάρια (8.037 ευρώ) τον Μάρτιο του 2024 σε λίγο πάνω από 12.500 δηνάρια (3.653 ευρώ) τον Μάρτιο του 2025, σχεδόν στο μισό. Τον περασμένο Αύγουστο η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω, με τη μέση τιμή εξαγωγής να διαμορφώνεται στα 12.421 δηνάρια ανά τόνο (3.630 ευρώ). Πρόκειται για επίπεδα που, σε σχέση με τις τιμές της Ιταλίας και του υπόλοιπου ευρωπαϊκού Νότου, συνιστούν έναν ιδιότυπο «ανταγωνισμό μισής τιμής» και πιέζουν προς τα κάτω τα περιθώρια των μικρών παραγωγών σε όλη τη Μεσόγειο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική αγορά ελαιολάδου κινείται φέτος σε ένα περιβάλλον έντονης αβεβαιότητας: περιορισμένες ποσότητες ποιοτικού προϊόντος, μεγάλες τοπικές διαφοροποιήσεις, επιθετικός διεθνής ανταγωνισμός και καταναλωτές που καλούνται να πληρώσουν ολοένα και υψηλότερες τιμές για λάδια ανώτερης ποιότητας.
πηγή: elaiaskarpos.gr

0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου